τᾶλις: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος (ἡ) :<br />jeune fille nubile.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |btext=ιδος (ἡ) :<br />jeune fille nubile.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾶλις:''' ιδος ἡ взрослая девушка, невеста Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾶλις:''' -ιδος, ἡ, [[κόρη]] σε [[ηλικία]] γάμου, [[παρθένος]], σε Σοφ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''τᾶλις:''' -ιδος, ἡ, [[κόρη]] σε [[ηλικία]] γάμου, [[παρθένος]], σε Σοφ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, marriageable maiden, S.Ant.629 (anap.), Call.Aet. 3.1.3. (Aeol. word acc. to Sch.S.l.c.: also, betrothed maiden, married woman, and bride, acc. to Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, ein mannbares Mädchen, Braut, Soph. Ant. 625; nach Hesych. ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν; Phot. citirt es auch aus Ar.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
jeune fille nubile.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Russian (Dvoretsky)
τᾶλις: ιδος ἡ взрослая девушка, невеста Soph.
Greek (Liddell-Scott)
τᾶλις: -ιδος, ἡ, κόρη εἰς ἡλικίαν γάμου καὶ ὀνομασθεῖσα τινὶ νύμφη, Σοφ. Ἀντ. 629, Καλλ. Ἀποσπ. 210. (Αἰολ. λέξ. κατὰ τὸν Σχολ. Σοφ. Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὸ θῆλυς· ὁ Κούρτ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ Σανσκρ. Taru.nî (νεαρὰν κόρην).) - Καθ’ Ἡσύχ.: «τᾶλις· ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην», ἴδε σημ. Jebb. εἰς Σοφ. Ἀντιγόνην ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε καὶ Σεμιτέλ. αὐτόθι.
Greek Monolingual
-άλιδος, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. κόρη σε ηλικία γάμου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μελλόνυμφος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.).
Greek Monotonic
τᾶλις: -ιδος, ἡ, κόρη σε ηλικία γάμου, παρθένος, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
τᾶλις, ιδος, ἡ,
a marriageable maiden, Soph. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
τᾶλις: -ιδος
{tãlis}
Grammar: f.
Meaning: junges, mannbares Mädchen, Braut (S. Ant. 629 [anap.], Kall. Ait. 3, 1, 3).
Etymology: Viell. äol. Form von τῆλις, s.d.
Page 2,850