ἀθάρη: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att. p.</i> [[ἀθάρα]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att. p.</i> [[ἀθάρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθάρη:''' ἡ егип. каша из хлебных зерен Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθάρη:''' [θᾰ], ἡ, λέγεται για πληγούρι ή [[άλευρο]], [[χυλός]] από [[αλεύρι]] βρώμης, χονδραλεσμένος [[σίτος]] και [[πηκτός]] [[ζωμός]] από αυτόν, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀθάρη:''' [θᾰ], ἡ, λέγεται για πληγούρι ή [[άλευρο]], [[χυλός]] από [[αλεύρι]] βρώμης, χονδραλεσμένος [[σίτος]] και [[πηκτός]] [[ζωμός]] από αυτόν, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθάρη:''' ἡ егип. каша из хлебных зерен Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθάρη Medium diacritics: ἀθάρη Low diacritics: αθάρη Capitals: ΑΘΑΡΗ
Transliteration A: athárē Transliteration B: atharē Transliteration C: athari Beta Code: a)qa/rh

English (LSJ)

(not ἀθάρα, Moer.184, cf Hdn.Gr.1.340), ἡ, gruel or porridge, Ar.Pl.673, Pherecr.108.3, Crates9, Nicoph.15, Anaxandr.41.42. [ᾰθᾰρη ll.cc.: cf. ἀθήρα.]

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, Weizenmehlbrei, Ar. Plut. 683 und a. com., neben ἔτνος Crates B. A. 3521 nach B. A. 10 πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων; äolisch ἀθήρη. Nach Plin. H. N. 22, 25 ägyptisch.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. p. ἀθάρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀθάρη: ἡ егип. каша из хлебных зерен Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθάρη: (οὐχὶ ἀθάρα, Piers. Μοῖρ. 184), ἡ, χονδροαλεσμένος σῖτος, ζωμὸς (πηκτὸς) ἐξ αὐτοῦ. Ἑλλάνικ. 179, Ἀριστοφ. Πλ. 673. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι», 1. 3. Κράτης ἐν «Ἥρωσιν», 2. Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ», 1. 42. (Αἰγυπτιακὴ λέξις κατὰ Πλίνιον 22, 25: ― ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξει ἄνθος).

Greek Monotonic

ἀθάρη: [θᾰ], ἡ, λέγεται για πληγούρι ή άλευρο, χυλός από αλεύρι βρώμης, χονδραλεσμένος σίτος και πηκτός ζωμός από αυτόν, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

groats or meal, porridge, Ar., etc.

Frisk Etymology German

ἀθάρη: (alte Kom.), auch ἀθήρη, -α f. (Hellanik., Sophr. usw.; von ἀθήρ beeinflußt?)
{athắrē}
Grammar: f.
Meaning: Weizenbrei, Speltgraupen.
Derivative: Davon ἀθαρώδης (Ruf. Med.) und ἀθήρωμα Art Geschwulst (Gal.).
Etymology: Unerklärt; nach Plin. N. H. 22, 121 ägyptisch. Anschluß an ἀθήρ scheint weder lautlich noch begrifflich möglich zu sein.
Page 1,27