ἀθυρόγλωττος: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d'une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]]. | |btext=ος, ον :<br />d'une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθῠρόγλωττος:''' [[невоздержанный]] (дерзкий) на язык ([[ἀνήρ]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθῠρόγλωττος:''' -ον ([[θύρα]], [[γλῶττα]]), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το [[στόμα]] του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, [[πολυλογάς]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀθῠρόγλωττος:''' -ον ([[θύρα]], [[γλῶττα]]), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το [[στόμα]] του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, [[πολυλογάς]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θύρα]], [[γλῶττα]]<br />one that cannot [[keep]] his [[mouth]] [[shut]], a [[ceaseless]] [[babbler]], Eur. | |mdlsjtxt=[[θύρα]], [[γλῶττα]]<br />one that cannot [[keep]] his [[mouth]] [[shut]], a [[ceaseless]] [[babbler]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:14, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (ἀθυρόγλωσσος).
Spanish (DGE)
(ἀθῠρόγλωσσος) -ον
• Alolema(s): ἀθυρόγλωττος Epiph.Const.Haer.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. ἀλογεῖν
1 charlatán, gárrulo, ἀνήρ τις E.Or.903, cf. Poll.2.109, AP 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.Strom.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.Haer.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις ὁμοδίαιτος ὑπάρχειν Sud.l.c.
•subst. τὸ ἀθυρόγλωσσον = la garrulería Eust.l.c.
2 adv. ἀθυρογλώττως = gárrulamente, ἀθυρογλώττως βλασφημοῦντες Epiph.Const.Haer.26.10.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠρόγλωττος: невоздержанный (дерзкий) на язык (ἀνήρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.
Greek Monotonic
ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.
Middle Liddell
θύρα, γλῶττα
one that cannot keep his mouth shut, a ceaseless babbler, Eur.