ἀμπλάκημα: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀμπλακία]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀμπλακία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμπλάκημα:''' ατος (λᾰ) τό Trag., Plut. = [[ἀμπλακία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμπλάκημα:''' -ατος, τό, [[λάθος]], [[αδίκημα]], [[αμάρτημα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης [[χάριν]] μέτρου, [[ἀπλάκημα]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀμπλάκημα:''' -ατος, τό, [[λάθος]], [[αδίκημα]], [[αμάρτημα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης [[χάριν]] μέτρου, [[ἀπλάκημα]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, error, fault, A. Pr. 112, 388, S. Ant. 51, etc. — Poet. and late Prose, Plu. 2.226e, Thd. Da. 6.4; — metri gr., ἀπλάκημα A. Eu. 934.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): metri gratiaἀπλάκημα A.Eu.934; ἀμβλάκημα Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ-]
desatino, error, falta τοιῶνδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω A.Pr.112, cf. 386, 620, Supp.230, Eu.934, Fr.52, 530.21, S.Ant.51, E.Ph.23, Trag.Adesp.481, Plu.2.226e, Alciphr.4.19.10, Luc.Trag.9, Aq., Thd.Da.6.4.
German (Pape)
[Seite 129] τό, Vergehen, Fehler, Tragg., Aesch. Pr. 112; Eum. 894, wo Herm. ἀπλ. lesen will; uno sonst; Soph. Ant. 51 im plur.; Eur. Phoen. 23; auch Lyc. bei Plut. apoph. Lac. p. 220.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ἀμπλακία.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπλάκημα: ατος (λᾰ) τό Trag., Plut. = ἀμπλακία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπλάκημα: τό, πλάνη, σφάλμα, ἁμάρτημα, Αἰσχύλ. Πρ. 112, 386, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 51, κτλ. - Ποιητ. λέξις, ἣν μεταχειρίζεται ὁ Λυκοῦργος παρὰ Πλουτ. 2. 226Ε: - ὡσαύτως χάριν τοῦ μέτρου, ἀπλάκημα Αἰσχύλ. Εὐμ. 934.
Greek Monolingual
ἀμπλάκημα, το (Α)
σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].
Greek Monotonic
ἀμπλάκημα: -ατος, τό, λάθος, αδίκημα, αμάρτημα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης χάριν μέτρου, ἀπλάκημα, στον ίδ.
Middle Liddell
[from ἀμπλακεῖν
an error, fault, offence, Aesch., etc.:—also, metri grat., ἀπλάκημα, Aesch.