ἀναγγέλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναγγελῶ, <i>ao.</i> ἀνήγγειλα;<br /><b>1</b> revenir annoncer ; annoncer : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>2</b> rapporter, redire ce que qqn a dit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀγγέλλω]].
|btext=<i>f.</i> ἀναγγελῶ, <i>ao.</i> ἀνήγγειλα;<br /><b>1</b> revenir annoncer ; annoncer : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>2</b> rapporter, redire ce que qqn a dit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀγγέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγγέλλω:''' возвещать, объявлять, тж. сообщать (χρησμούς Aesch.; τί τινι Eur., Thuc., Xen., Arst., Polyb. и πρός τινα Polyb.): ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]] Plut. распространилась весть о его смерти.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγγέλλω:''' μέλ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήγγειλα</i>, παρακ. <i>—ήγγελκα</i>· [[μεταφέρω]] αγγελίες, ειδήσεις από, [[αναφέρω]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην</i>, σε Θουκ. — Παθ. με μτχ., ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]], αναφέρθηκε, ανακοινώθηκε ότι πέθανε, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναγγέλλω:''' μέλ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήγγειλα</i>, παρακ. <i>—ήγγελκα</i>· [[μεταφέρω]] αγγελίες, ειδήσεις από, [[αναφέρω]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην</i>, σε Θουκ. — Παθ. με μτχ., ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]], αναφέρθηκε, ανακοινώθηκε ότι πέθανε, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγγέλλω:''' возвещать, объявлять, тж. сообщать (χρησμούς Aesch.; τί τινι Eur., Thuc., Xen., Arst., Polyb. и πρός τινα Polyb.): ἀνηγγέλθη [[τεθνεώς]] Plut. распространилась весть о его смерти.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj