ἀργιβόειος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργιβόειος]], η (Α)<br />αυτή που τρέφει [[λευκά]] βόδια (επίθ. της Εύβοιας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] ([[πρβλ]]. [[επταβόειος]], [[τετραβόειος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀργιβόειος]], η (Α)<br />αυτή που τρέφει [[λευκά]] βόδια (επίθ. της Εύβοιας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] ([[πρβλ]]. [[επταβόειος]], [[τετραβόειος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{pape
|ptext=[[Εὔβοια]], <i>mit [[weißen]] Rindern</i>, Ael. <i>H.A</i>. 12.36.
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῐβόειος Medium diacritics: ἀργιβόειος Low diacritics: αργιβόειος Capitals: ΑΡΓΙΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: argibóeios Transliteration B: argiboeios Transliteration C: argivoeios Beta Code: a)rgibo/eios

English (LSJ)

ον, with white kine, of Euboea, Poet. ap. Ael.NA12.36 (ἀργίβοιος Lobeck).

Spanish (DGE)

(ἀργῐβόειος) -ον
de vacas blancas epít. de Eubea, poeta en Ael.NA 12.36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vaches blanches.
Étymologie: ἀργός¹, βοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργιβόειος: -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς βοῦς, ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, ἔνθεν τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36.

Greek Monolingual

ἀργιβόειος, η (Α)
αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)].

German (Pape)

Εὔβοια, mit weißen Rindern, Ael. H.A. 12.36.