ἄποπτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qu’on voit seulement de loin : [[ἐξ]] ἀπόπτου de loin;<br /><b>II.</b> placé hors de la vue :<br /><b>1</b> invisible : [[ἄποπτος]] [[ἡμῶν]] SOPH invisible pour nous, <i>sel. d'autres</i> vu de loin par nous;<br /><b>2</b> éloigné : [[τοῦ]] ἄστεως SOPH de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄψομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qu’on voit seulement de loin : [[ἐξ]] ἀπόπτου de loin;<br /><b>II.</b> placé hors de la vue :<br /><b>1</b> invisible : [[ἄποπτος]] [[ἡμῶν]] SOPH invisible pour nous, <i>sel. d'autres</i> vu de loin par nous;<br /><b>2</b> éloigné : [[τοῦ]] ἄστεως SOPH de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[издали видимый]] (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανὴς καὶ ἄ. Plut.): ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. (наблюдая) издали;<br /><b class="num">2)</b> удаленный от взоров, невидимый, т. е. далекий (τινος Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[издали видимый]] (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανὴς καὶ ἄ. Plut.): ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. (наблюдая) издали;<br /><b class="num">2)</b> удаленный от взоров, невидимый, т. е. далекий (τινος Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj