ἐνεῖδον: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2 de</i> [[ἐνοράω]].
|btext=<i>ao.2 de</i> [[ἐνοράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνεῖδον:''' aor. 2 к [[ἐνοράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεῖδον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] με το [[ἐνοράω]] να χρησιμ. αντί [[αυτού]]· [[παρατηρώ]] [[κάτι]], <i>τι ἔν τινι</i>, σε Θουκ.· <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], [[βλέπω]] μέσα από, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐνεῖδον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] με το [[ἐνοράω]] να χρησιμ. αντί [[αυτού]]· [[παρατηρώ]] [[κάτι]], <i>τι ἔν τινι</i>, σε Θουκ.· <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], [[βλέπω]] μέσα από, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνεῖδον:''' aor. 2 к [[ἐνοράω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use, [[ἐνοράω]] [[being]] used [[instead]]<br />to [[observe]] [[something]] in a [[person]], τι ἔν τινι Thuc.; τί τινι Xen.: absol. to [[observe]], Soph.
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use, [[ἐνοράω]] [[being]] used [[instead]]<br />to [[observe]] [[something]] in a [[person]], τι ἔν τινι Thuc.; τί τινι Xen.: absol. to [[observe]], Soph.
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεῖδον Medium diacritics: ἐνεῖδον Low diacritics: ενείδον Capitals: ΕΝΕΙΔΟΝ
Transliteration A: eneîdon Transliteration B: eneidon Transliteration C: eneidon Beta Code: e)nei=don

English (LSJ)

aor. 2 with no pres. in use, ἐνοράω being used instead, see or observe in, τι ἔν τινι Th.1.95; τί τινι X.An.7.7.45: c. acc., observe, remark, S.Ph.854 (lyr.): c. part., πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες Th. 7.36: c. inf., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν . . ἔσεσθαι ib.62: c. dat., gaze at, ἀτενὲς ἐ. αὐγῇ Orib.Eup.4.13.1.

Spanish (DGE)

v. ἐνοράω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἐνοράω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεῖδον: aor. 2 к ἐνοράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεῖδον: ἀόρ, β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ χρησιμοποιεῖται τὸ ἐνοράω, βλέπω ἢ παρατηρῶ ἔν τινι, ὅπερ καὶ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον Θουκ. 1. 95· κακόνοιάν τινα ἐνιδόντας Ξεν. Ἀν 7. 7, 45· ἀπολ., παρατηρῶ, προβλέπω, Σοφ. Φιλ. 854· μετὰ μετοχ., πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες Θουκ. 7. 36· μετ’ ἀπαρ., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν... ἔσεσθαι αὐτόθι 62.

Greek Monotonic

ἐνεῖδον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση με το ἐνοράω να χρησιμ. αντί αυτού· παρατηρώ κάτι, τι ἔν τινι, σε Θουκ.· τί τινι, σε Ξεν.· απόλ., παρατηρώ, διακρίνω, βλέπω μέσα από, σε Σοφ.

Middle Liddell

[aor2 with no pres. in use, ἐνοράω being used instead
to observe something in a person, τι ἔν τινι Thuc.; τί τινι Xen.: absol. to observe, Soph.