ἐξαυγής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />éclatant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐγή]].
|btext=ής, ές :<br />éclatant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαυγής:''' [[сияющий]], [[блистающий]] ([[χιών]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που λάμπει από [[λευκότητα]], [[ολόλευκος]], [[πάλλευκος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που λάμπει από [[λευκότητα]], [[ολόλευκος]], [[πάλλευκος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαυγής:''' [[сияющий]], [[блистающий]] ([[χιών]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξ-αυγής, ές <i>adj</i> [[αὐγή]]<br />[[dazzling]] [[white]], Eur.
|mdlsjtxt=ἐξ-αυγής, ές <i>adj</i> [[αὐγή]]<br />[[dazzling]] [[white]], Eur.
}}
}}

Revision as of 19:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυγής Medium diacritics: ἐξαυγής Low diacritics: εξαυγής Capitals: ΕΞΑΥΓΗΣ
Transliteration A: exaugḗs Transliteration B: exaugēs Transliteration C: eksavgis Beta Code: e)caugh/s

English (LSJ)

ές, (αὐγή) dazzling white, in Comp., χιόνος E.Rh.304.

Spanish (DGE)

-ές
brillante, resplandeciente πῶλοι ... χιόνος ἐξαυγέστεροι E.Rh.304.

German (Pape)

[Seite 874] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
éclatant.
Étymologie: ἐξ, αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυγής: сияющий, блистающий (χιών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, κατάλευκος, πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.

Greek Monolingual

ἐξαυγής, -ές (Α) αυγή
λαμπερός, κατάλευκος («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που λάμπει από λευκότητα, ολόλευκος, πάλλευκος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐξ-αυγής, ές adj αὐγή
dazzling white, Eur.