ἡμερινός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />du jour, qui se fait pendant le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
|btext=ή, όν :<br />du jour, qui se fait pendant le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερῐνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[дневной]] ([[φῶς]] Plat.; [[φυλακή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[дневной]], [[прибывающий днем]] ([[ἄγγελος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[совершающийся днем]] ([[θεωρία]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[повседневный]], [[ежедневный]] ([[σῖτα]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερινός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που ανήκει στην [[ημέρα]], σε Πλάτ.· [[ἄγγελος]] [[ἡμερινός]], [[αγγελιαφόρος]] της ημέρας, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἡμερινός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που ανήκει στην [[ημέρα]], σε Πλάτ.· [[ἄγγελος]] [[ἡμερινός]], [[αγγελιαφόρος]] της ημέρας, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερῐνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[дневной]] ([[φῶς]] Plat.; [[φυλακή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[дневной]], [[прибывающий днем]] ([[ἄγγελος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[совершающийся днем]] ([[θεωρία]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> [[повседневный]], [[ежедневный]] ([[σῖτα]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερινός Medium diacritics: ἡμερινός Low diacritics: ημερινός Capitals: ΗΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: hēmerinós Transliteration B: hēmerinos Transliteration C: imerinos Beta Code: h(merino/s

English (LSJ)

ή, όν, A of day, φῶς Pl.R.508c; by day, opp. νυκτερινός, πυρετός Hp.Epid.1.5; ἄγγελος ἡ. day-messenger, X.Cyr.8.6.18; cf. ἡμεροδρόμος; ἡ. θεωρίαι Plb.9.14.6; βοηλάται PLond.3.1177.153 (ii A.D.). II ἡ. σῖτα, in Ar.Pax 163 (anap.), is expl. by Sch., θνητά, ἐπίγεια (v.l. ἡμερίων) ; ἰχθύς ἡ. is dub. in Ephipp.5.2 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1165] bei Tage, am Tage; φῶς, Tageslicht, Plat. Rep. V, 508 c; ἄγγελος, Tagesbote, Ggstz νυκτερινός, Xen. Cyr. 8, 6, 18; τὰς νυκτερινὰς θεωρίας καὶ τὰς ἡμερινάς Pol. 9, 14, 6; so φυλακή, Tagwache, Plut. u. a. Sp. – Für den Tag bestimmt, täglich, σῖτος, Ar. Pax 163. – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du jour, qui se fait pendant le jour.
Étymologie: ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερῐνός:
1) дневной (φῶς Plat.; φυλακή Plut.);
2) дневной, прибывающий днем (ἄγγελος Xen.);
3) совершающийся днем (θεωρία Polyb.);
4) повседневный, ежедневный (σῖτα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερινός: -ή, -όν, εἰς ἡμέραν ἀνήκων, τῆς ἡμέρας, φῶς Πλάτ. Πολ. 508 C· ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθ. τῷ νυκτερινός, πυρετός Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 941· ἄγγελος ἡμ., ἀγγελιαφόρος τῆς ἡμέρας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 18, πρβλ. ἡμεροδρόμος· ἡμ. θεωρία Πολύβ. 9. 14, 6. ΙΙ. ἡμ. σῖτα, ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 163, καθημερινά, κοινά, πρβλ. Ἔφιππ. Γηρ. 1. 2.

Greek Monolingual

ἡμερινός, -ή, -ὸν (Α) ημέρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἡμερινὸς πυρετός», Ιπποκρ.). Επιρρ. ἡμερινῶς (AM)
κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Greek Monotonic

ἡμερινός: -ή, -όν (ἡμέρα), αυτός που ανήκει στην ημέρα, σε Πλάτ.· ἄγγελος ἡμερινός, αγγελιαφόρος της ημέρας, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡμερινός, ή, όν ἡμέρα
of day, Plat.; ἄγγελος ἡμ. a day-messenger, Xen.

English (Woodhouse)

of the day

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)