ἱππόκαμπος: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval marin <i>ou</i> hippocampe, <i>petit poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], κάμπη.
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval marin <i>ou</i> hippocampe, <i>petit poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], κάμπη.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππόκαμπος:''' ὁ [[гиппокамп]] (морское чудовище с телом коня и рыбьим хвостом) Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἱππόκαμπος]], ὁ και μτγν<br />τ.ἱπποκάμπη, ἡ)<br />μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]] που είχε [[σώμα]] και μπροστινά πόδια αλόγου και [[ουρά]] ψαριού ή φιδιού και [[πάνω]] στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> περιελιγμένη [[δομή]] του εγκεφάλου τών θηλαστικών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάμπη]] (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]]). Ως όρος της ανατομίας η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>hippocampe</i> ([[πρβλ]]. [[ιππόκαμπος]])].
|mltxt=ο (Α [[ἱππόκαμπος]], ὁ και μτγν<br />τ.ἱπποκάμπη, ἡ)<br />μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]] που είχε [[σώμα]] και μπροστινά πόδια αλόγου και [[ουρά]] ψαριού ή φιδιού και [[πάνω]] στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> περιελιγμένη [[δομή]] του εγκεφάλου τών θηλαστικών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάμπη]] (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]]). Ως όρος της ανατομίας η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>hippocampe</i> ([[πρβλ]]. [[ιππόκαμπος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππόκαμπος:''' ὁ [[гиппокамп]] (морское чудовище с телом коня и рыбьим хвостом) Men.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόκαμπος Medium diacritics: ἱππόκαμπος Low diacritics: ιππόκαμπος Capitals: ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ
Transliteration A: hippókampos Transliteration B: hippokampos Transliteration C: ippokampos Beta Code: i(ppo/kampos

English (LSJ)

ὁ, A monster with horse's body and fish's tail, on which the sea-gods rode, Men.831; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί Str.8.7.2, cf. Philostr.Im.1.8. 2 a small fish, the sea-horse, Dsc.2.3, Ael.NA14.20, Gal.12.362.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cheval marin ou hippocampe, petit poisson de mer.
Étymologie: ἵππος, κάμπη.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόκαμπος:гиппокамп (морское чудовище с телом коня и рыбьим хвостом) Men.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκαμπος: ὁ, τέρας τι ἔχον σῶμα ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον ζῷον, ὁ θαλάσσιος ἵππος, Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.

Greek Monolingual

ο (Α ἱππόκαμπος, ὁ και μτγν
τ.ἱπποκάμπη, ἡ)
μυθικό θαλάσσιο τέρας που είχε σώμα και μπροστινά πόδια αλόγου και ουρά ψαριού ή φιδιού και πάνω στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί
νεοελλ.
1. ζωολ.
γένος ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. αλογάκι της θάλασσας
2. ανατ. περιελιγμένη δομή του εγκεφάλου τών θηλαστικών
αρχ.
είδος μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. αλογάκι της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κάμπη (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο τέρας). Ως όρος της ανατομίας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. hippocampe (πρβλ. ιππόκαμπος)].