ὑπόφορος: Difference between revisions
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />tributaire de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποφέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />tributaire de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποφέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόφορος:''' [[обязанный платить дань]]: τινὰ ὑπόφορον [[λαβεῖν]] εἴς τι Plut. заставить кого-л. платить дань чем-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο υποκείμενος σε [[φόρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κοίλους πόρους<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε [[φόρο]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Για τις άλλες σημ. <b>πρβλ.</b> [[ὑποφορά]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑποφέρω]])]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο υποκείμενος σε [[φόρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κοίλους πόρους<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε [[φόρο]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Για τις άλλες σημ. <b>πρβλ.</b> [[ὑποφορά]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑποφέρω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A subject to tribute, τισι Peripl.M.Rubr.16, Plu.2.774c. II with hollow passages, fistulous, Gal.14.681; dub. cj. in Hp.de Arte 10 (ὕπαφρον (q.v.) codd.).
German (Pape)
[Seite 1239] 1) einem Tribut unterworfen, tributpflichtig, Plut. am. narr. 3. – 2) abschüssig, schlüpfrig. – Auch mit hohlen Gängen nach unten hin, fistulös, Medic.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tributaire de, τινι.
Étymologie: ὑποφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόφορος: обязанный платить дань: τινὰ ὑπόφορον λαβεῖν εἴς τι Plut. заставить кого-л. платить дань чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόφορος: -ον, ὁ εἰς φόρους ὑποκείμενος, φόρου ὑποτελής, Λατ. tributanius, vectigalis, Χαλκιδεῖς ὑποφόρους λαβὼν Πλούτ. 2. 774C, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 10, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων κοίλους ὀχετούς, συρίγγια, ὅσα ὑπόφορα, καὶ κόλποι καὶ ἕλκη Γαλην. 14, 681, 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο υποκείμενος σε φόρο
2. αυτός που έχει κοίλους πόρους
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε φόρο» < ὑπ(ο)- + φόρος (< φέρω). Για τις άλλες σημ. πρβλ. ὑποφορά (< ὑποφέρω)].