ὕποχος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]]. | |btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕποχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подчиненный]], [[подвластный]] (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;<br /><b class="num">2)</b> [[повинный]], [[виновный]] (τινος Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕποχος:''' -ον ([[ὑπέχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υποτελής]] σε κάποιον, [[υπήκοος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· <i>βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι</i>, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], υποκείμενος σε, [[υπεύθυνος]] για, [[υπόχρεος]] σε, <i>τινός</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''ὕποχος:''' -ον ([[ὑπέχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υποτελής]] σε κάποιον, [[υπήκοος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· <i>βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι</i>, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], υποκείμενος σε, [[υπεύθυνος]] για, [[υπόχρεος]] σε, <i>τινός</i>, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὕπ-οχος, ον, [[ὑπέχω]]<br /><b class="num">1.</b> [[subject]], τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι [[king]]'s subjects or officers, of the [[great]] [[king]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], [[liable]] to, τινος Dem. | |mdlsjtxt=ὕπ-οχος, ον, [[ὑπέχω]]<br /><b class="num">1.</b> [[subject]], τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι [[king]]'s subjects or officers, of the [[great]] [[king]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], [[liable]] to, τινος Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ὑπέχω) A subject, under control, θεοῖς X.An.2.5.7; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου his subjects or officers, A.Pers.24 (anap.). 2 = ἔνοχος, liable to, ἐξωλείας D.57.53; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος IG5(2).357.92 (Stymphalus); responsible for, διανοίας Ph. 1.429; πλημμελείας PLit.Lond.138 viii 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
soumis à, dépendant de, dat. ou gén..
Étymologie: ὑπέχω.
Russian (Dvoretsky)
ὕποχος:
1) подчиненный, подвластный (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;
2) повинный, виновный (τινος Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕποχος: -ον, (ὑπέχω) ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπήκοος, ὕπαρχος, πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, «βασιλεῖς μὲν τῶν ἰδίων πόλεων, ὑποτεταγμένοι δὲ τῷ Πέρσῃ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 24. 2) = ἔνοχος, ἐξωλείας Δημ. 1315. 11· δίκῃ Φίλων 1. 429.
Greek Monotonic
ὕποχος: -ον (ὑπέχω),
1. υποτελής σε κάποιον, υπήκοος κάποιου, τινι, σε Ξεν.· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.
2. = ἔνοχος, υποκείμενος σε, υπεύθυνος για, υπόχρεος σε, τινός, σε Δημ.
Middle Liddell
ὕπ-οχος, ον, ὑπέχω
1. subject, τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι king's subjects or officers, of the great king, Aesch.
2. = ἔνοχος, liable to, τινος Dem.