πρόσχισμα: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de chaussure fendue par devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[sorte de chaussure fendue par devant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ατος, τό, a kind of shoe, A slit in front (ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν Hsch.), Ar.Fr.842. II the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.Rh.1392a31, Pr.956b4.
German (Pape)
[Seite 789] τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden πρόσχισμα, κεφαλίς, χιτών, u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91. τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden πρόσχισμα, κεφαλίς, χιτών, u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sorte de chaussure fendue par devant.
Étymologie: πρό, σχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσχισμα -ατος, τό [προσχίζω] voorste (gespleten) deel van een schoen.
Russian (Dvoretsky)
πρόσχισμα: ατος τό просхисма (род обуви, предполож. с разрезом спереди Arph. или передняя часть обуви Arst.).
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α προσχίζω
1. είδος υποδήματος σχισμένου στο μπροστινό μέρος
2. το μπροστινό μέρος υποδήματος που έχει σχίσιμο ή άνοιγμα.
Greek Monotonic
πρόσχισμα: -ατος, τό, παπούτσι που έχει άνοιγμα μπροστά, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχισμα: τό, εἶδος ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος (ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ ὑποδήματος, διότι ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.
Middle Liddell
πρό-σχισμα, ατος, τό,
the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.