συναναπείθω: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συναναπείθω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''συναναπείθω:'''<br /><b class="num">1</b> [[совместно уговаривать]], [[вместе убеждать]] (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);<br /><b class="num">2</b> [[внушать]] ([[δόξαν]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:33, 25 November 2022
English (LSJ)
assist in persuading, τινὰς ποιεῖν τι Th.6.88, Isoc.4.46; τινα Plu. Publ.21.
German (Pape)
[Seite 1000] mit, zugleich bereden; Thuc. 6, 88; Isocr. 4, 46.
French (Bailly abrégé)
persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.
Étymologie: σύν, ἀναπείθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αναπείθω helpen te overreden.
Russian (Dvoretsky)
συναναπείθω:
1 совместно уговаривать, вместе убеждать (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);
2 внушать (δόξαν Plut.).
Greek Monolingual
Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].
Greek Monotonic
συναναπείθω: μέλ. -σω, βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, καταπείθω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπείθω: ἀναπείθω ὁμοῦ, τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.
Middle Liddell
fut. σω
to assist in persuading, τινὰ ποιεῖν τι Thuc., etc.