συνωρίς: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[pair]], [[team]] | |woodrun=[[pair]], [[team]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ίδος, ἡ, sehr oft in der att. Form [[ξυνωρίς]], <i>ein [[Zweigespann]], von Pferden</i>, Ar. <i>Nub</i>. 1284 und [[sonst]]; überhaupt das Paar, Soph. <i>Ag</i>. 629; τέκνων ἀποσπάσας [[μου]] τὴν μόνην ξυνωρίδα, <i>O.C</i>. 899, wie Eur. <i>Phoen</i>. 1092; λόχων, 451; [[θεσπεσίη]], Agath. 40 (<i>Plan</i>. 41); ξυνωρίδι ἢ ζεύγει, Plat. <i>Crit</i>. 36d; ἡμῶν ὁ [[ἄρχων]] συνωρίδος ἡνιοχεῖ, <i>Phaedr</i>. 246b; ἐλεφάντων, Pol. 31.3.11 und [[sonst]]; πωλική, Luc. <i>Tim</i>. 50. – <i>Das [[Verbindende]], die [[Fessel]]</i>, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, Aesch. <i>Ch</i>. 976. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A pair of horses (with or without a chariot or carriage, συνωρὶς χωρὶς δίφρου Pl.Criti.119b), E.Rh.987, Ar.Nu.1302, Pl. Phdr.246b, IG5(2).550.27 (Megalopolis, iv B.C.), etc.; τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Com.Adesp.1281; εἰς τοὺς τροχοὺς τῆς [συνω]ρίδος PCair.Zen.782 (a).21 (iii B.C.); εἰς ἵππους θηλείας τῆς σ. τῆς ἀγαγούσης ἐγ Μέμφεως εἰς Φιλαδέλφειαν Ζήνωνα ib.292.66 (iii B.C.); εἰς τὰ παραγενόμενα τῇ γ ἅρματα έ (ἵππων) β συνωρίδας γ (ἵππων) γ τοῖς πᾶσιν ἵπποις ιθ PPetr.2p.74 (iii B.C.); σ. πωλική IG42(1).101.46 (Epid., i A.D.), cf. Paus.10.7.8; ἵππων τελείων Id.5.8.10; of mules, Id.5.9.2; ἐλεφάντων ἅρμα καὶ συνωρίς Plb.30.25.11 (dub.): a coin stamped with a biga (cf. πῶλος ΙΙ), E.Fr.675.
2 generally, a pair of or a couple of anything, A.Ag.643; τέκνων E.Med.1145, cf. S.OC895, Com.Adesp.834 (= Trag.Adesp. 198).
II of things, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα = manacles for the hands and for the feet, a coupling fetter, A.Ch.982; ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοῦσι καὶ δίκη, ποία ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα; what pair is stronger than this? Id.Fr.381.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
I. 1 paire d'animaux, particul. de chevaux attelés ensemble ; char à deux chevaux;
2 paire, couple;
II. lien pour les deux mains ou les deux pieds ; sel. d'autres couple.
Étymologie: συνήορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωρίς -ίδος, ἡ, Att. ook ξυνωρίς [συνήορος] tweespan, ook overdr.:; πέδας... ξυνωρίδος ποδοῖν de boeien aan het tweespan van zijn voeten Aeschl. Ch. 982; koppel, paar (van personen en zaken):. τέκνων Eur. Med. 1145.
Russian (Dvoretsky)
συνωρίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) пара запряженных лошадей Eur., Arph., Plat.;
2) парная запряжка (ἐλεφάντων Polyb.): σ. πωλική Luc. колесница, запряженная парой коней;
3) пара, двое, два: τέκνων ξ. Soph., Eur. двое детей; φοινία σ. Aesch. смертоносная пара, т. е. огонь и меч войны;
4) монета с изображением пароконной колесницы Eur.;
5) оковы, узы (ποδοῖν ξ. Aesch.).
Greek Monotonic
συνωρίς: -ίδος, ἡ (συνήορος),
1. ζεύγος αλόγων, Λατ. biga, σε Ευρ., Αριστοφ.
2. γενικά, οποιοδήποτε ζεύγος, ζευγάρι, δυάδα, σε Τραγ.· ποδοῖν ξυνωρίς, δεσμά που προορίζονται για τα πόδια, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωρίς: -ίδος, ἡ, (συνήορος) ζεῦγος ἵππων, Εὐρ. Ρῆσ. 987, Ἀριστοφ. Νεφ. 1302, Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Κωμικ. Ἀνώνυμ. 98· ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ σ. Ποιητὴς παρ’ Εὐσταθ. 1539. 31· συν. πωλικὴ Παυσ. 10. 7, 8, πρβλ. 5. 8, 10· ὡσαύτως ἡμιόνων, ὁ αὐτ. 5. 9, 2· ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ. Πολύβ. 31. 3, 11· νόμισμα φέρον εἰκόνα ἢ τύπον συνωρίδος (πρβλ. πῶλος ΙΙ), Εὐρ. Ἀποσπ. 676· ― πρβλ. ζεῦγος Ι. 2. 2) καθόλου, ζεῦγος οἱονδήποτε, ὡς τὸ Λατ. biga, δίλοχον, ἄτην. φοινίαν ξυνωρίδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 643, Ἀποσπ. 298, Σοφ. Ο. Κ. 895, Εὐρ. Μήδ. 1145. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, δεσμὰ διὰ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, δεσμὰ δένοντα κατὰ ζεύγη, Αἰσχύλ. Χο. 982· ὅπου γὰρ δεσμὰ συζυγοῦσι καὶ δίκη, ποία ξ. τῆσδε καρτερωτέρα; ποῖον ζεῦγος ἰσχυρότερον τούτου; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 311. (Ἡ λέξις αὕτη συνηθέστατα κεῖται ἐν τῷ ἀρχαίῳ Ἀττικῷ τύπῳ ξυνωρίς).
Middle Liddell
συνωρίς, ίδος, ἡ, συνήορος
1. a pair of horses, Lat. biga, Eur., Ar.
2. generally, a pair or couple of anything, Trag.; ποδοῖν ξυνωρίς a coupling fetter for the feet, Aesch.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ίδος, ἡ, sehr oft in der att. Form ξυνωρίς, ein Zweigespann, von Pferden, Ar. Nub. 1284 und sonst; überhaupt das Paar, Soph. Ag. 629; τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα, O.C. 899, wie Eur. Phoen. 1092; λόχων, 451; θεσπεσίη, Agath. 40 (Plan. 41); ξυνωρίδι ἢ ζεύγει, Plat. Crit. 36d; ἡμῶν ὁ ἄρχων συνωρίδος ἡνιοχεῖ, Phaedr. 246b; ἐλεφάντων, Pol. 31.3.11 und sonst; πωλική, Luc. Tim. 50. – Das Verbindende, die Fessel, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, Aesch. Ch. 976.