καθηδυπαθέω: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰθηδῠπᾰθέω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κᾰθηδῠπᾰθέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[тратить в наслаждениях]], [[расточать]] (τοὺς δαρεικούς Xen.; τὸν χρόνον Plut.);<br /><b class="num">2</b> упускать из-за наслаждений (τοὺς τοῦ πολέμου καιρούς Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:22, 25 November 2022
English (LSJ)
squander in luxury or revelling, τοὺς δαρεικούς X. An.1.3.3; τὰς εὐπορίας D.H.20.8; τὸν Χρόνον κ. καὶ ἀναλίσκειν Plu. Ant.28; τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς κ. Luc.DMort.12.6: abs., Ph.2.106,357, Alciphr.1.21.
German (Pape)
[Seite 1284] verschwelgen, verprassen; Geld, Xen. An. 1, 3, 3; καὶ ἀναλίσκειν τὸν χρόνον Plut. Anton. 28; τοὺς τοῦ πολέμου καιρούς Luc. D. Mort. 12, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre dans la mollesse ou les plaisirs sa fortune ou son temps.
Étymologie: κατά, ἡδυπαθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-ηδυπαθέω verspillen, verkwisten.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθηδῠπᾰθέω:
1 тратить в наслаждениях, расточать (τοὺς δαρεικούς Xen.; τὸν χρόνον Plut.);
2 упускать из-за наслаждений (τοὺς τοῦ πολέμου καιρούς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
καθηδῠπαθέω: ἀσωτεύω, δαπανῶ τι εἰς ἡδονὰς καὶ πολυτέλειαν, δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ’ οὐδὲ καθηδυπάθησα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3· τὸν χρόνον καθ. καὶ ἀναλίσκειν Πλουτ. Ἀντών. 28· τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς καθ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 6.
Greek Monotonic
καθηδῠπᾰθέω: μέλ. -ήσω, ξοδεύω σε απολαύσεις, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, σε Ξεν., Πλούτ.