διάμορφος: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=διάμορφος -ον [διά, μορφή] veelvormig, met verschillende vormen. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[gestaltet]]</i>, Empedocl. 74. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A endued with various forms, Emp.21.7. II διάμορφον, = μανδραγόρας, prob. in I.s.-Dsc.4.75.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de variadas formas διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα πέλονται Emp.B 21.7.
2 deforme, feo διάμορφον Σωκράτην ἀπώλεσεν Com.Adesp.940 (pero v. δίμορφος).
II bot., subst., otro n. de la mandrágora Ps.Dsc.4.75.
Russian (Dvoretsky)
διάμορφος: имеющий особую форму, своеобразный (διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
διάμορφος: -ον, ἔχων μορφήν, σχῆμα, Ἐμπεδ. 126.
Greek Monolingual
διάμορφος, -ον (Α)
με ποικίλες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -μορφος < μορφή (πρβλ. εύμορφος, δύσμορφος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάμορφος -ον [διά, μορφή] veelvormig, met verschillende vormen.
German (Pape)
gestaltet, Empedocl. 74.