διατορεύω: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ciseler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τορεύω]]. | |btext=[[ciseler]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τορεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:45, 8 January 2023
English (LSJ)
engrave, chase, S.Fr.315; δ. χρυσᾶς φιάλας στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79; ὁ θεὸς ἐπίσταται τὰ ἑαυτοῦ δημιουργήματα δ. Ph.1.105; δ. ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη Plu.2.1083e:—Pass., Ael.VH14.7, Hierocl. p.37A.
Spanish (DGE)
cincelar c. ac. de obj. φιάλας διετόρευσαν στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79, c. ac. de resultado διατορεύειν ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη cincelar con letras en un grano de sésamo versos (de Homero), Plu.2.1083e
•fig. δημιουργήματα ... διατορεῦσαι de Dios como creador, Ph.1.105, en v. pas., de los jóvenes espartanos ἐκ τῶν γυμνασίων οἱονεὶ διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες como esculpidos y cincelados por los gimnasios Ael.VH 14.7
•de elementos lingüísticos cincelar, conformar Hierocl.7.56.
German (Pape)
[Seite 607] = τορεύω, LXX.; διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες Ael. V. H. 14, 7.
French (Bailly abrégé)
ciseler.
Étymologie: διά, τορεύω.
Russian (Dvoretsky)
διατορεύω: Soph. = διατορνεύω.
Greek (Liddell-Scott)
διατορεύω: ἐγχαράττω, σκαλίζω, Σοφ. Ἀποσπ. 295 (χωρίον ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -τορνεύω), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7.