καινουργία: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />innovation, <i>particul.</i> innovation politique, révolution.<br />'''Étymologie:''' [[καινουργός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />innovation, <i>particul.</i> [[innovation politique]], [[révolution]].<br />'''Étymologie:''' [[καινουργός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:39, 6 December 2022
English (LSJ)
ἡ, making new: innouation in the state, ταραχὴ καὶ κ. Isoc.6.50; of Christianity, prob. in OGI569.18 (Arycanda, iv A. D.); renewal, recreation, τοῦ ὅλου Max.Tyr.41.4; of manufacture, J.AJ12.2.9, cf. D.H.Isoc.9, Hierocl.p.52A.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
innovation, particul. innovation politique, révolution.
Étymologie: καινουργός.
Russian (Dvoretsky)
καινουργία: ἡ обновление, изменение, перемена, переворот (ταραχὴ καὶ κ. Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
καινουργία: ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ καινουργία Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.
Greek Monolingual
καινουργία, ἡ (AM) καινουργός
μσν.
ανανέωση, ανακαίνιση
αρχ.
1. νεωτερισμός, καινοτομία
2. μεταβολή πολιτική («ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾱττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν», Ισοκρ.).
Greek Monotonic
καινουργία: ἡ, μεταβολή, νεωτερισμός, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
καινουργία, ἡ,
innovation, Isocr. [from καινουργός