λευκοπληθής: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκοπληθής]], -ές (Α)<br />(για [[συνέλευση]] του λαού) [[γεμάτος]] ανθρώπους ντυμένους στα [[λευκά]] («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς [[λευκοπληθὴς]] ἦν ἰδεῖν [[ἐκκλησία]]», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[λευκοπληθής]], -ές (Α)<br />(για [[συνέλευση]] του λαού) [[γεμάτος]] ανθρώπους ντυμένους στα [[λευκά]] («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς [[λευκοπληθὴς]] ἦν ἰδεῖν [[ἐκκλησία]]», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[ἐκκλησία]], Ar. <i>Eccl</i>. 387, <i>die [[Versammlung]] von [[weißen]], weißgekleideten [[Menschen]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, full of persons in white, ἐκκλησία Ar.Ec.387.
Russian (Dvoretsky)
λευκοπληθής: полный одетыми в белое людьми (ἐκκλησία Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπληθής: -ές, πλήρης ἀνθρώπων ἐνδεδυμένων λευκά, ἐκκλησία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 387.
Greek Monolingual
λευκοπληθής, -ές (Α)
(για συνέλευση του λαού) γεμάτος ανθρώπους ντυμένους στα λευκά («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῖν ἐκκλησία», Αριστοφ.).
German (Pape)
ἐκκλησία, Ar. Eccl. 387, die Versammlung von weißen, weißgekleideten Menschen.