μαχητής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=machitis
|Transliteration C=machitis
|Beta Code=maxhth/s
|Beta Code=maxhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας <span class="bibl">Alc.33</span>; Dor. μαχᾱτάς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.13</span>, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχ-άταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—[[fighter]], [[warrior]], μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. <span class="bibl">Il.5.801</span>; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. <span class="bibl">Od.3.112</span>; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας <span class="bibl">18.261</span>; φὼς μ. Pi.<span class="title">N.</span> l. c.: as adjective, <b class="b3">μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν</b> his [[warrior]] heart, ib.<span class="bibl">9.26</span>: in later Prose, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jo.</span>6.3</span>,al.
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας <span class="bibl">Alc.33</span>; Dor. μαχᾱτάς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.13</span>, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχ-άταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—[[fighter]], [[warrior]], μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. <span class="bibl">Il.5.801</span>; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. <span class="bibl">Od.3.112</span>; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας <span class="bibl">18.261</span>; φὼς μ. Pi.<span class="title">N.</span> l. c.: as adjective, <b class="b3">μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν</b> his [[warrior]] heart, ib.<span class="bibl">9.26</span>: in later Prose, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Jo.</span>6.3</span>,al.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 08:38, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχητής Medium diacritics: μαχητής Low diacritics: μαχητής Capitals: ΜΑΧΗΤΗΣ
Transliteration A: machētḗs Transliteration B: machētēs Transliteration C: machitis Beta Code: maxhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας Alc.33; Dor. μαχᾱτάς Pi.N.2.13, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχ-άταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—fighter, warrior, μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. Il.5.801; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. Od.3.112; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας 18.261; φὼς μ. Pi.N. l. c.: as adjective, μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν his warrior heart, ib.9.26: in later Prose, LXX Jo.6.3,al.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
combattant.
Étymologie: μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχητής:
I дор. μᾰχᾱτάς, οῦ adj. m воинственный, боевой (ἄνδρες Hom.; θυμός Pind.).
οῦ ὁ воин, боец Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχητής: -οῦ, ὁ, Δωρ. μαχᾱτὰς Πίνδ., κτλ.· Λακ. μαχάταρ Ἡσύχ.· (μάχη)· - ὁ ἀνδρείως μαχόμενος πολεμιστής, Ὅμ.· μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μαχητὴς Ἰλ. Ε. 801· θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητὴς Ὀδ. Γ. 112· Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας Σ. 261· φὼς μ. Πινδ. Ν. 2. 20· ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν, τὴν πολεμικὴν αὐτοῦ καρδίαν, αὐτόθι 9. 61.

English (Autenrieth)

fighter, warrior.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, -ίδος ή μαχῆτις -ιδος)
1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστήςΤυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που μετέχει στην πολεμική σύρραξη δύο στρατών, στρατιώτης («εἶχε γὰρ νέους μαχητὰς καὶ διαλεκτὰ φουσάτα», Διηγ. Αχιλλ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμμένει στις ιδέες του και τίς υπερασπίζεται με πάθος, αγωνιστής
αρχ.
ως επίθ.
μαχητικός, πολεμικός («μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη- του μέλλ. του μάχομαι μαχήσομαι + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

μᾰχητής: -οῦ, ὁ (μάχομαι), μαχητής, πολεμιστής, σε Όμηρ.· Δωρ. επίθ. μαχᾱτάς, πολεμοχαρής, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μᾰχητής, οῦ, μάχομαι
a fighter, warrior, Hom.: doric adj., μαχᾱτάς, warlike, Pind.