νουθέτησις: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[admonition]], [[chastening]], [[counsel]], [[rebuke]] | |woodrun=[[admonition]], [[chastening]], [[counsel]], [[rebuke]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das ans Herz [[Legen]], die [[Ermahnung]]</i>; Eur. <i>Herc.Fur</i>. 1256; καὶ κολάσεις, Plat. <i>Prot</i>. 323e, [[öfter]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, admonition, warning, Eup.66; διδαχὴ καὶ ν. Pl.R.399b, Epicur.Nat.72 G.; ῥάβδου ν. Pl.Lg.700c, etc.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'avertir, d'admonester.
Étymologie: νουθετέω.
Russian (Dvoretsky)
νουθέτησις: εως ἡ увещевание, наставления, уговоры Eur., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεσις, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ τύπος νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «φαῦλος γὰρ ὁ Μενάνδρου νουθετισμός, ἐπίπληξις δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ ἐπιτίμησις» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.
Greek Monotonic
νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
νουθέτησις, ιος, ἡ,
admonition, warning, Eur., Plat., etc.
English (Woodhouse)
admonition, chastening, counsel, rebuke
German (Pape)
ἡ, das ans Herz Legen, die Ermahnung; Eur. Herc.Fur. 1256; καὶ κολάσεις, Plat. Prot. 323e, öfter.