τρυφηλός: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῠφηλός, ή, όν [[rare]] poet. [[form]] of [[τρυφερός]], Anth.]
|mdlsjtxt=τρῠφηλός, ή, όν [[rare]] poet. [[form]] of [[τρυφερός]], Anth.]
}}
{{pape
|ptext=seltene poet. Form statt [[τρυφερός]], σάρκες <i>Ep.adesp</i>. 678 (VII.48).
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφηλός Medium diacritics: τρυφηλός Low diacritics: τρυφηλός Capitals: ΤΡΥΦΗΛΟΣ
Transliteration A: tryphēlós Transliteration B: tryphēlos Transliteration C: tryfilos Beta Code: trufhlo/s

English (LSJ)

ή, όν, rare form of τρυφερός, σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. τρυφηλῶς Jul.Or.6.181d, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφηλός: Anth. = τρυφερός.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος τοῦ τρυφερός, Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. τρυφηλῶς, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυφηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις
2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος»)
αρχ.
μαλακός, τρυφερός.
επίρρ...
τρυφηλώς / τρυφηλῶς, ΝΜΑ, και τρυφηλά Ν
νεοελλ.
με τρυφηλό τρόπο («ζει τρυφηλώς»)
αρχ.
με απαλότητα, με τρυφερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός)].

Greek Monotonic

τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος του τρυφερός, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῠφηλός, ή, όν rare poet. form of τρυφερός, Anth.]

German (Pape)

seltene poet. Form statt τρυφερός, σάρκες Ep.adesp. 678 (VII.48).