φιλοπροσήγορος: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'un abord aimable, affable.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[προσήγορος]].
|btext=ος, ον :<br />[[d'un abord aimable]], [[affable]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[προσήγορος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:51, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπροσήγορος Medium diacritics: φιλοπροσήγορος Low diacritics: φιλοπροσήγορος Capitals: ΦΙΛΟΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: philoprosḗgoros Transliteration B: philoprosēgoros Transliteration C: filoprosigoros Beta Code: filoprosh/goros

English (LSJ)

ον, affable, Isoc.1.20, Poll.5.137, Plu.2.10a, etc. Adv. -ρως Poll.5.139.

German (Pape)

[Seite 1284] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un abord aimable, affable.
Étymologie: φίλος, προσήγορος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπροσήγορος: общительный, приветливый, т. е. доступный Isocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπροσήγορος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου φιλοπροσήγορος Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευπροσήγορος, προσηνής, καταδεκτικός.
επίρρ...
φιλοπροσηγόρως Α
με φιλοπροσηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + προσήγορος «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].

Greek Monotonic

φῐλοπροσήγορος: -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, καταδεκτικός, φιλοφρονητικός, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φῐλο-προσήγορος, ον,
easy of address, affable, Isocr.