ἐλαιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elaioforos
|Transliteration C=elaioforos
|Beta Code=e)laiofo/ros
|Beta Code=e)laiofo/ros
|Definition=ον, [[olive-bearing]], ὄχθος <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1178</span> (anap.); <b class="b3">χώρα ἐ</b>. land [[fit for olives]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.4.4</span>: <b class="b3">-φόρον, τό</b>, [[oil-shop]], Gloss.
|Definition=ἐλαιοφόρον, [[olive-bearing]], ὄχθος E.''HF''1178 (anap.); <b class="b3">χώρα ἐ.</b> land [[fit for olives]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.4.4: [[ἐλαιοφόρον]], τό, [[oil-shop]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοφόρος Medium diacritics: ἐλαιοφόρος Low diacritics: ελαιοφόρος Capitals: ΕΛΑΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: elaiophóros Transliteration B: elaiophoros Transliteration C: elaioforos Beta Code: e)laiofo/ros

English (LSJ)

ἐλαιοφόρον, olive-bearing, ὄχθος E.HF1178 (anap.); χώρα ἐ. land fit for olives, Thphr. CP 2.4.4: ἐλαιοφόρον, τό, oil-shop, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de tierras que produce olivos, olivarero ὄχθος E.HF 1178, ἡ λευκόγειος (γῆ) Thphr.CP 2.4.4, ἡ δὲ χώρα ἡ μὲν ἦν ἀμπελόφυτος, ἡ δὲ ἐ. una parte de la tierra estaba plantada de vides, la otra de olivos D.S.20.8, cf. D.H.1.37, de Galilea, I.BI 2.592, de Samaria, Cyr.Al.M.71.280D.
2 de una vasija repleta de aceite καμψάκη Cyr.Al.M.73.280D.
II subst. (τὸ) ἐ. alcuza, Gloss.2.294.

German (Pape)

[Seite 789] Oelbäume tragend; Eur. Herc. Fur. 1178; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιοφόρος: приносящий оливы (ὄχθος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοφόρος: -ον, φέρων, παράγων ἐλαίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1178· ἐπὶ ἐδάφους ἔνθα τὰ ἐλαιόδενδρα παράγουσι πολὺν καρπόν, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4. 2) ἐλαιοφόρον ἀγγεῖον, «λαδικόν», ῥοΐ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐλαιοφόρος, -ον)
(για περιοχή ή τόπο) αυτός που παράγει ελιές ή λάδι, ελαιοπαραγωγός, ελαιόφυτος
νεοελλ.
1. (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται λάδι
2. δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό
μσν.
1. είδος γερακιού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαιοφόρον
ελαιοπωλείο.

Greek Monotonic

ἐλαιοφόρος: Αττ. ἐλαο-φόρος, -ον, αυτός που φέρει, παράγει ελιές, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐλαιο-φόρος, αττιξ ἐλαο-φόρος, ον
olive-bearing, Eur.