ἐντροπία: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, pudeur;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[confusion]], [[pudeur]];<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:42, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντροπία Medium diacritics: ἐντροπία Low diacritics: εντροπία Capitals: ΕΝΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: entropía Transliteration B: entropia Transliteration C: entropia Beta Code: e)ntropi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A = ἐντροπή, Hp.Decent.2. II δόλιαι ἐντροπίαι subtle twists, tricks, dodges, h.Merc.245.

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 confusion, pudeur;
2 αἱ ἐντροπίαι, ruses, détours.
Étymologie: ἐντρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντροπία:увертка, уловка (δόλιαι ἐντροπίαι HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντροπία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 22. 34. ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 245, δόλιοι ἐντροπίαι, εἶνε δόλια «στρηφογυρίσματα», ῥᾳδιουργίαι, τεχνάσματα.

Greek Monolingual

η (Α ἐντροπία, ιων. ἐντροπίη)
δολοπλοκία, τέχνασμα
νεοελλ.
φυσ. θερμοδυναμικό μέγεθος κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η τιμή αυξάνεται έπειτα από μια αναντίστρεπτη μεταβολή ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή έπειτα από μια αντιστρεπτή μεταβολή του. Η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε μεταβολή που οδηγεί σε μεγαλύτερη αταξία μορίων συνοδεύεται από αύξηση της εντροπίας
αρχ.
1. εντροπή
2. φρ. «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐντροπία: ἡ, τέχνασμα, ραδιουργία, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἐντροπία, ἡ, [from ἐντροπή n
a trick, dodge, Hhymn.