ἐπιτροπικός: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitropikos | |Transliteration C=epitropikos | ||
|Beta Code=e)pitropiko/s | |Beta Code=e)pitropiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιτροπική, ἐπιτροπικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for a [[trustee]] or [[guardian]], <b class="b3">ἐ. νόμοι</b> the laws [[of guardianship]], Pl.''Lg.''927e; ἐ. λόγος D.H.''Lys.''20, cf.Hyp.''Or.''65 tit., ''BGU''300.24 (ii A.D.), ''Cod.Just.''3.10.1.2.<br><span class="bld">2</span> of character, <b class="b3">εὐεργετικοὺς ἐπιτροπικοὺς χρηστοήθεις</b> [[protective]], [[fit to be a guardian]] or [[trustee]], Ptol.''Tetr.''163.<br><span class="bld">II</span> [[having held the office of procurator]], Ephes.3No.49. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιτροπική, ἐπιτροπικόν,
A of or for a trustee or guardian, ἐ. νόμοι the laws of guardianship, Pl.Lg.927e; ἐ. λόγος D.H.Lys.20, cf.Hyp.Or.65 tit., BGU300.24 (ii A.D.), Cod.Just.3.10.1.2.
2 of character, εὐεργετικοὺς ἐπιτροπικοὺς χρηστοήθεις protective, fit to be a guardian or trustee, Ptol.Tetr.163.
II having held the office of procurator, Ephes.3No.49.
German (Pape)
[Seite 997] ή, όν, den Vormund, die Vormundschaft betreffend, νόμοι Plat. Legg. XI, 927 e; λόγος D. Hal. iud. de Lys. 20.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτροπικός: касающийся опекунства, регулирующий опеку (νόμοι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροπικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἐπίτροπον, ἐπ. νόμοι, νόμοι περὶ ἐπιτροπείας, Πλάτ. Νόμ. 927Ε· ἐπ. λόγος Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 20.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιτροπικός, -ή, -όν) επίτροπος
μσν.- νεοελλ.
1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιτροπική, τὸ ἐπιτροπικόν
α) η δικαιοδοσία, η εξουσία του επιτρόπου, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα
β) το έγγραφο με το οποίο διορίζεται κάποιος επίτροπος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στην εξουσία του («ἐπιτροπικούς τινας νόμους... τιθέναι», Πλάτ.)
2. αυτός που εκτελεί καθήκοντα επιτρόπου (procurator).
επίρρ...
επιτροπικώς
με επιτροπεία, με εντολή, με εξουσιοδότηση, με επιτροπική εξουσία.