ὀρθόθριξ: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ( | |mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[πυκνόθριξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 15:15, 8 May 2023
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, with hair upstanding or making the hair stand on end, φόβος A. Ch. 32 (lyr.); φόβαι DH. 7.72.
German (Pape)
[Seite 374] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, φόβος, Aesch. Ch. 32.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.
Étymologie: ὀρθός, θρίξ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόθριξ: τρῐχος adj. со стоящими дыбом волосами или поднимающий волосы дыбом (φόβος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀρθίας τὰς τρίχας του, ἢ ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας τινός, προξενῶν ἀνατριχίασιν, φόβος Αἰσχύλ. Χο. 32· πρβλ. ὀρθόκερως.
Greek Monolingual
ὀρθόθριξ, -τριχος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ.
β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. πυκνόθριξ)].
Greek Monotonic
ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι τρίχες των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ.