ὑμνοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοπόλος]] poète d’hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[πολέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοπόλος]] poète d'hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[πολέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 22:55, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοπόλος Medium diacritics: ὑμνοπόλος Low diacritics: υμνοπόλος Capitals: ΥΜΝΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: hymnopólos Transliteration B: hymnopolos Transliteration C: ymnopolos Beta Code: u(mnopo/los

English (LSJ)

ον, A composing songs of praise, κεφαλή Phalar.Ep.78.3. II Subst. -πόλος, ὁ, poet, minstrel, Emp.146, Simon.184, AP 7.18 (Antip.Thess.), etc.; ὑμνηπόλος, ὁ, Suid., prob. in IG14.1014.1.

German (Pape)

[Seite 1179] = ὑμνηπόλος; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοπόλος poète d'hymnes.
Étymologie: ὕμνος, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνοπόλος: ὁ Emped., Anth. = ὑμνοθέτης II.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοπόλος: -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· ὑμνοπόλος κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, ποιητής, ὑμνητήρ, Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.

Greek Monolingual

και ὑμνηπόλος, -ον, Α
1. αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση ύμνων
2. το αρσ. ως ουσ.ὑμνοπόλος
ο ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειροπόλος.

Greek Monotonic

ὑμνοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. ὑμνοπόλος, ὁ, ποιητής, υμνητής, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑμνο-πόλος, ον, πολέω
busied with songs of praise: as substantive, ὑμν., ὁ, a poet, minstrel, Anth.