ὑπεξέρχομαι: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπεξέρχομαι:''' (aor. ὑπεξῆλθον)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὑπεξέρχομαι:''' (aor. ὑπεξῆλθον)<br /><b class="num">1</b> [[тайно или постепенно отходить]], [[отступать]], [[уходить]] Thuc., Dem., Plut.: ὑπεξελθεῖν τινι Plat. уйти от кого-л.; ὑ. τινος Plat. и τινα Thuc. ускользать от кого-л.;<br /><b class="num">2</b> [[переселяться]], [[эмигрировать]] (ἐς γῆν τὴν Μηδικήν Her.);<br /><b class="num">3</b> [[выходить навстречу]]: ὑπεξελθόντες [[ἀπέθανον]] μαχόμενοι Her. выйдя навстречу (врагу), они пали в сражении ([[varia lectio|v.l.]] ἐπεξελθόντες). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:50, 25 November 2022
English (LSJ)
aor. 2 -ῆλθον, pf. -ελήλυθα:—A go out from under: go out secretly, withdraw, retire, Th.8.70; Μέγαράδε, Ἀθήναζε, And.1.15, D.59.103; πόλεως Plu.Publ.7; ὑ. λέγοντος slip away from... Pl.Tht.182d: rarely c. acc. pers., withdraw from, escape from, Th.3.34: c. acc. rei, νόσῳ ὑ. τὸν βίον App.Reg.2: also c. dat., keep out of one's way, avoid, Pl. Lg.865e; give up one's right to, τισι D.37.7. 2 rise up and quit one's domicile, emigrate, ἐς . . Hdt.1.73, 8.36. II go out to meet, Id.1.176 (leg. ἐπεξ-). III Medic., to be discharged from the bowel, Archig. ap. Aët.9.28.
German (Pape)
[Seite 1188] (s. ἔρχομαι), darunter herausgehen, heimlich weggehen, ὑπεξῆλθ' Ἀντιγόνη στρατοῦ δίχα Eur. Phoen. 1474; – übh. wegziehen, von auswandernden Völkern, Her. 1, 73; Μέγαράδε Andoc. 1, 15; – τινά, von Jemandem, Thuc. 3, 34 u. öfter; – entwischen, εἴπερ ἀεὶ λέγοντος ὑπεξέρχεται, Plat. Theaet. 182 d, u. öfter; Dem.; Sp., wie Luc. Tox. 17.
French (Bailly abrégé)
1 se retirer secrètement : τινα se soustraire à qqn;
2 en gén. émigrer;
3 sortir pour rencontrer.
Étymologie: ὑπό, ἐξέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεξέρχομαι: (aor. ὑπεξῆλθον)
1 тайно или постепенно отходить, отступать, уходить Thuc., Dem., Plut.: ὑπεξελθεῖν τινι Plat. уйти от кого-л.; ὑ. τινος Plat. и τινα Thuc. ускользать от кого-л.;
2 переселяться, эмигрировать (ἐς γῆν τὴν Μηδικήν Her.);
3 выходить навстречу: ὑπεξελθόντες ἀπέθανον μαχόμενοι Her. выйдя навстречу (врагу), они пали в сражении (v.l. ἐπεξελθόντες).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξέρχομαι: ἀποθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι κάτωθέν τινος· ἐξέρχομαι κρυφίως, ἀποσύρομαι ἀπομακρύνομαι, Θουκ. 4. 74., 8. 70· Μέγαράδε, Ἀθήναζε Ἀνδοκ. 3. 10, Δημ. 1380. 15· πόλεως Πλουτ. Ποπλικ. 7 ὑπ. τοῦ λέγοντος Πλάτ. Θεαίτ. 182D· -σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ., ἀποσύρομαι ἔκ τινος, ἐκφεύγω, Θουκ. 3 34· πρβλ. ὑπεξίστημι ΙΙ. 2· - ὡσαύτως μετὰ δοτ., μένω μακράν τινος, ἀποφεύγω τι, Πλάτ. Νόμ. 865Ε. 2) ἐγείρομαι καὶ ἐγκαταλείπω τὴν κατοικία μου, μετοικίζομαι, Ἡρόδ. 1. 73., 8. 36. ΙΙ. ἐξέρχομαι εἰς συνάντησιν, ὁ αὐτ. 1. 176 (Βεκκῆρ. ἐπεξ-).
Greek Monolingual
Α ἐξέρχομαι
1. απομακρύνομαι κρυφά, φεύγω με επιτήδειο τρόπο («εἰδότες ὅτι ὤφθησαν εὐθὺς ὑπεξῆλθον», Θουκ.)
2. (σπάν. με αιτ.) ξεφεύγω από κάποιον
3. αποφεύγω κάτι
4. μετοικίζω («οἱ δὲ ἐς Ἄμφισσαν τὴν Λοκρίδαν ὑπεξῆλθον», Ηρόδ.)
5. εξέρχομαι για να συναντήσω κάποιον
6. υφίσταμαι κένωση του εντερικού σωλήνα.
Greek Monotonic
ὑπεξέρχομαι: αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -εξῆλθον, παρακ. -εξελήλῠθα,
I. 1. βγαίνω, εξέρχομαι κάτω από, βγαίνω, εξέρχομαι κρυφά, αποσύρομαι, αποχωρώ, υποχωρώ, σε Θουκ., Δημ.· σπανίως με αιτ. προσ., αποσύρομαι από, δραπετεύω, ξεφεύγω από, σε Θουκ.
2. σηκώνομαι και εγκαταλείπω την κατοικία μου, αποσύρομαι, αποδημώ, ξενιτεύομαι, μετοικώ, σε Ηρόδ.
II. βγαίνω, εξέρχομαι προς συνάντηση, στον ίδ.
Middle Liddell
aor2 act. -εξῆλθον perf. -εξελήλῠθα
I. to go out from under: to go out secretly, withdraw, retire, Thuc., Dem.:—rarely c. acc. pers. to withdraw from, escape from, Thuc.
2. to rise up and quit one's settlements, to emigrate, Hdt.
II. to go out to meet, Hdt.