ἀντιτίμημα: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιτίμημα''': τό, καὶ ἀντιτίμησις, εως, ἡ, τὸ ἀντιτιμᾶσθαι, Ἀττ. [[νομικός]] ὅρος σχεδὸν τῷ παραπλησίῳ ὅρῳ [[ὑποτίμησις]]. | |lstext='''ἀντιτίμημα''': τό, καὶ ἀντιτίμησις, εως, ἡ, τὸ ἀντιτιμᾶσθαι, Ἀττ. [[νομικός]] ὅρος σχεδὸν τῷ παραπλησίῳ ὅρῳ [[ὑποτίμησις]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>die durch die [[ἀντιτίμησις]] [[festgesetzte]] [[Geldstrafe]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, glossed by ἀντιτῑμ-ησις, εως, ἡ, Hsch.
Spanish (DGE)
ἡ ἀντιτίμησις Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτίμημα: τό, καὶ ἀντιτίμησις, εως, ἡ, τὸ ἀντιτιμᾶσθαι, Ἀττ. νομικός ὅρος σχεδὸν τῷ παραπλησίῳ ὅρῳ ὑποτίμησις.
German (Pape)
τό, die durch die ἀντιτίμησις festgesetzte Geldstrafe.