ἐξανθρακόω: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανθρᾰκόω''': μέλλ. -ώσω, [[καίω]] τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, Ἐτυμ. Μ. 392. 11.
|lstext='''ἐξανθρᾰκόω''': μέλλ. -ώσω, [[καίω]] τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, Ἐτυμ. Μ. 392. 11.
}}
{{grml
|mltxt=(Α ἐξανθρακῶ, [[ἐξανθρακόω]])<br />καίγοντας [[κάτι]] το [[μεταβάλλω]] σε άνθρακα, σε [[κάρβουνο]], [[απανθρακώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[αφαιρώ]] τον άνθρακα που περιέχεται σε μια [[ουσία]].
}}
}}

Latest revision as of 05:07, 9 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανθρᾰκόω Medium diacritics: ἐξανθρακόω Low diacritics: εξανθρακόω Capitals: ΕΞΑΝΘΡΑΚΟΩ
Transliteration A: exanthrakóō Transliteration B: exanthrakoō Transliteration C: eksanthrakoo Beta Code: e)canqrako/w

English (LSJ)

burn to ashes, Ion Trag.28.

Spanish (DGE)

(ἐξανθρᾰκόω)
convertir en carbón, carbonizar ἐξανθρακώσας πυθμέν' εὔκηλον δρυός convirtiendo en carbón la raíz de una encina fácilmente combustible Io Trag.28, en v. pas. λίθοι ... οὓς ἐπειδὰν διαθερμάνῃ ὁ ἥλιος ἐξανθρακοῦνται Par.Pal.8.

German (Pape)

[Seite 869] ganz zu Kohlen brennen, Ion frg. bei E. M. 392, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανθρᾰκόω: μέλλ. -ώσω, καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, Ἐτυμ. Μ. 392. 11.

Greek Monolingual

(Α ἐξανθρακῶ, ἐξανθρακόω)
καίγοντας κάτι το μεταβάλλω σε άνθρακα, σε κάρβουνο, απανθρακώνω
νεοελλ.
χημ. αφαιρώ τον άνθρακα που περιέχεται σε μια ουσία.