κορωνός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κορωνός --όν [~ κορώνη] gebogen. Hp.
|elnltext=κορωνός -ή -όν [~ κορώνη] gebogen. Hp.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κορωνός]], ή, όν<br />[[curved]], [[crooked]]: with crumpled horns, Archil.
|mdlsjtxt=[[κορωνός]], ή, όν<br />[[curved]], [[crooked]]: with crumpled horns, Archil.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gekrümmt]], [[gebogen]]</i>; [[βοῦς]], <i>mit krummen Hörnern</i>, wie [[ἕλιξ]], Archil. frg. 8; aber <i>EM</i>. 530.28 erkl. [[ὑψαύχην]], γαυριῶν. Vgl. [[κορωνιάω]], [[κορώνη]] und [[κορωνίς]].
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνός Medium diacritics: κορωνός Low diacritics: κορωνός Capitals: ΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: korōnós Transliteration B: korōnos Transliteration C: koronos Beta Code: korwno/s

English (LSJ)

ή, όν, A curved, crooked, of the coronoid process of the jawbone, Hp.Art.30; βοῦς κ. with crumpled horns, Archil.39. II = γαῦρος, ὑψαυχενῶν, EM530.27; κορωνὰ βαίνειν, = κορωνιᾶν, Anacr.151.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;
2 aux cornes recourbées.
Étymologie: cf. κορώνη¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορωνός -ή -όν [~ κορώνη] gebogen. Hp.

Greek Monolingual

κορωνός, -ή, -όν (Α) κορώνη
1. (για το οστό του σαγονιού) καμπύλος, κυρτός
2. (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα
3. γαύρος, υψαύχην
4. φρ. «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει κάποιος, να παίρνει στάση γεμάτη καμάρι (Ανακρ.).

Greek Monotonic

κορωνός: -ή, -όν, καμπυλωτός, κυρτός· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνός: -ή, -όν, καμπύλος, κυρτός, ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 βοῦς κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, ἕλιξ. ΙΙ. = γαῦρος, ὑψαύχην (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. κορωνίης.

Middle Liddell

κορωνός, ή, όν
curved, crooked: with crumpled horns, Archil.

German (Pape)

gekrümmt, gebogen; βοῦς, mit krummen Hörnern, wie ἕλιξ, Archil. frg. 8; aber EM. 530.28 erkl. ὑψαύχην, γαυριῶν. Vgl. κορωνιάω, κορώνη und κορωνίς.