ὑποστεγάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (pape replacement)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστεγάζω:''' [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] από [[κάτω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑποστεγάζω:''' [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] από [[κάτω]], σε Αισχύλ.
}}
{{pape
|ptext== [[ὑποστηρίζω]], Aesch. <i>Prom</i>. 428, [[varia lectio|v.l.]]
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Middle Liddell

to support from underneath, Aesch.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστεγάζω: носить на себе, выдерживать (Aesch. - v. l. ὑποστενάζω).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστεγάζω: ἴδε ὑποστενάζω ΙΙ· - ὑποστέγασμα, τό, διάφορ. γραφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 208.

Greek Monotonic

ὑποστεγάζω: υποστηρίζω, υποστυλώνω από κάτω, σε Αισχύλ.

German (Pape)

ὑποστηρίζω, Aesch. Prom. 428, v.l.