εὐώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(CSV import)
(CSV import)
Line 45: Line 45:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=εὐωδιαστός). Ἀπό το [[εὖ]] + [[ὄδωδα]] τοῦ [[ὄζω]] (=[[μυρίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=εὐωδιαστός). Ἀπό το [[εὖ]] + [[ὄδωδα]] τοῦ [[ὄζω]] (=[[μυρίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ες [[oloroso]] de un vino ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα <b class="b3">mezcla todo a partes iguales con vino oloroso</b> P IV 1837
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώδης Medium diacritics: εὐώδης Low diacritics: ευώδης Capitals: ΕΥΩΔΗΣ
Transliteration A: euṓdēs Transliteration B: euōdēs Transliteration C: evodis Beta Code: eu)w/dhs

English (LSJ)

ες, (ὄδωδα) sweet-smelling, fragrant, suaveolent, having a pleasant scent, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Il.3.382; ἔλαιον Od.2.339; κυπάρισσος 5.64: Comp. εὐωδέστερος Pl.Hp.Ma.290e, Arist.Pr.877b25: Sup. εὐωδέστατος Hdt.3.112; ἄδυτον Pi.O.7.32, cf. B.13.40, etc.; ὀδόντες Hp.Mul.2.185; opp. δυσώδης, Arist.de An.421b23; εὐῶδες ὄζειν Id.Pr.906b14; of wines, having a bouquet, PTeb.120.62 (i B. C.), etc. See also: εὔοσμος; Lat. suaveolens, halans.

German (Pape)

[Seite 1111] ες, wohlriechend, angenehm duftend, θάλαμος Il. 3, 382, κυπάρισσος Od. 5, 64, ἔλαιον 2, 339; ἄνθος, ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας καρπός Aesch. Pers. 609, φλόξ Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, τόπος Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = εὐωδία, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui exhale une odeur agréable, odoriférant;
Cp. εὐωδέστερος, Sp. εὐωδέστατος.
Étymologie: εὖ, ὄζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐώδης: ὄζω благовонный, благоуханный, душистый (θάλαμος, κυπάρισσος Hom.; ἄνθος Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; κῆποι Arph.; λήδανον Her.; τόπος Plat.; ὀσμή Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐώδης: -ες, (ὄζω, ὄδωδα) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, εὔοσμος, πλήρης εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ δυσώδης, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339· εὐώδης κυπάρισσος Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = εὐωδία, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.

English (Autenrieth)

ες (ὄζω, ὄδωδα): sweet-smelling, fragrant.

English (Slater)

εὐώδης sweet smelling εὐώδεος ἐξ ἀδύτου (O. 7.32) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.41)

Spanish

oloroso

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ εὐώδης, -ες)
αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
εὐωδῶς (Μ)
με ωραία, γλυκιά μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωδης (< όζω < όδ-) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωδ- της ρίζας οδ- (οδ-μή > οσμή), πρβλ. δυσώδης. Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάληξη -ώδης (πρβλ. αιματώδης, ζοφώδης)].

Greek Monotonic

εὐώδης: -ες (ὄδωδα), αυτός που έχει γλυκιά μυρωδιά, ευωδιαστός, αρωματικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐωδέστατος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εὐ-ώδης, ες ὄδωδα
sweet-smelling, fragrant, Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.

English (Woodhouse)

fragrant, sweet-smelling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εὐωδιαστός). Ἀπό το εὖ + ὄδωδα τοῦ ὄζω (=μυρίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ες oloroso de un vino ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα mezcla todo a partes iguales con vino oloroso P IV 1837