ξενοδόχος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[ξενοδόκος]] Ἀπό τό [[ξένος]] + [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), [[ξενοδοχεῖον]], [[ξενοδοχία]], [[ξενοδοχικός]], [[ξενοδόχημα]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]], [[καθώς]] καί στή λέξη [[ξένος]].
|mantxt=καί [[ξενοδόκος]] Ἀπό τό [[ξένος]] + [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> ξενοδοκῶ (=[[φιλοξενῶ]]), [[ξενοδοχεῖον]], [[ξενοδοχία]], [[ξενοδοχικός]], [[ξενοδόχημα]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]], [[καθώς]] καί στή λέξη [[ξένος]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδόχος Medium diacritics: ξενοδόχος Low diacritics: ξενοδόχος Capitals: ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: xenodóchos Transliteration B: xenodochos Transliteration C: ksenodochos Beta Code: cenodo/xos

English (LSJ)

v. ξενοδόκος.

German (Pape)

[Seite 277] = ξενοδόκος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accueille les étrangers, hospitalier.
Étymologie: ξένος, δέχομαι.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ξενοδόχος)
(νεοελλ.-μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου
αρχ.
αυτός που περιποιείται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο-δόχος].

Mantoulidis Etymological

καί ξενοδόκος Ἀπό τό ξένος + δέχομαι.
Παράγωγα: ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), ξενοδοχεῖον, ξενοδοχία, ξενοδοχικός, ξενοδόχημα. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δέχομαι, καθώς καί στή λέξη ξένος.