κυνηγός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=[[ἀντί]] [[κυναγός]]. Ἀπό τό [[κύων]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=[[ἀντί]] [[κυναγός]]. Ἀπό τό [[κύων]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Hunde]] [[führend]], [[jagend]]</i>; gew. subst., <i>der [[Jäger]]</i>; bei den Tragg. in dor. Form [[κυναγός]]; τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Soph. <i>El</i>. 553; Aesch. <i>Ag</i>. 678; Eur. <i>Suppl</i>. 888 und [[öfter]]; vgl. Phryn. 428; – Arist. <i>H.A</i>. 7.28; Plut. <i>Luc</i>. 8 und andere Spätere
}}
}}

Revision as of 16:38, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυνηγός Medium diacritics: κυνηγός Low diacritics: κυνηγός Capitals: ΚΥΝΗΓΟΣ
Transliteration A: kynēgós Transliteration B: kynēgos Transliteration C: kynigos Beta Code: kunhgo/s

English (LSJ)

later form for κυναγός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
chasseur, chasseresse.
Étymologie: κύων, ἄγω.

Greek Monolingual

ο (AM κυνηγός, Α θηλ. κυνηγίς, δωρ. τ. κυναγός)
1. αυτός που βγαίνει με ή και χωρίς κυνηγετικό σκυλί για να σκοτώσει ή να συλλάβει πουλιά ή άλλα ζώα
2. ο εξασκημένος στο κυνήγι
νεοελλ.
1. επιθετικός ποδοσφαιριστής του οποίου ο κύριος ρόλος είναι η επιτυχία τέρματος
2. μτφ. αυτός που επιζητεί ή επιδιώκει κάτι με επιμονή, και ιδίως ερωτικές κατακτήσεις
3. φρ. α) «σώματα κυνηγών» — ελαφρώς εξοπλισμένες και ειδικά εξασκημένες στρατιωτικές μονάδες διαφόρων στρατών (γαλλικού, γερμανικού κ.ά.) ανάλογες με τα ελληνικά τάγματα ευζώνων
β) «κυνηγοί κεφαλών» — ιθαγενείς οι οποίοι αποκεφάλιζαν ανθρώπους και συνέλεγαν τα κεφάλια τους
μσν.
1. ως επίθ. κυνηγετικός
2. φρ. «κυνηγὸς τῆς ἁγίας ἐκκλησίας» — ευεργέτης της εκκλησίας
αρχ.
1. θηριομάχος
2. στον πληθ. οι Κυνηγοί
σύλλογος κυνηγών στον Αλίαρτο κατά την εποχή της αθηναϊκής ηγεμονίας, ο οποίος συνδεόταν με τη λατρεία της Αρτέμιδος, ανάλογος με τον σύλλογο τών Ευθήρων στην Πέργαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχηγός, στρατηγός. Το -η- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

κῠνηγός: βλ. κυναγός.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγός: дор. κῠνᾱγός ὁ и ἡ охотник, зверолов (ἡ κ. Ἄρτεμις Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγός -οῦ, ὁ, ἡ, Dor. κυνᾱγός [κύων, ἄγω] Dor. acc. plur. κυναγώς, jager; jaagster.

Mantoulidis Etymological

ἀντί κυναγός. Ἀπό τό κύων + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

Hunde führend, jagend; gew. subst., der Jäger; bei den Tragg. in dor. Form κυναγός; τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Soph. El. 553; Aesch. Ag. 678; Eur. Suppl. 888 und öfter; vgl. Phryn. 428; – Arist. H.A. 7.28; Plut. Luc. 8 und andere Spätere