κυνηγός: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=[[ἀντί]] [[κυναγός]]. Ἀπό τό [[κύων]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=[[ἀντί]] [[κυναγός]]. Ἀπό τό [[κύων]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[Hunde]] [[führend]], [[jagend]]</i>; gew. subst., <i>der [[Jäger]]</i>; bei den Tragg. in dor. Form [[κυναγός]]; τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Soph. <i>El</i>. 553; Aesch. <i>Ag</i>. 678; Eur. <i>Suppl</i>. 888 und [[öfter]]; vgl. Phryn. 428; – Arist. <i>H.A</i>. 7.28; Plut. <i>Luc</i>. 8 und andere Spätere | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
later form for κυναγός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
chasseur, chasseresse.
Étymologie: κύων, ἄγω.
Greek Monolingual
ο (AM κυνηγός, Α θηλ. κυνηγίς, δωρ. τ. κυναγός)
1. αυτός που βγαίνει με ή και χωρίς κυνηγετικό σκυλί για να σκοτώσει ή να συλλάβει πουλιά ή άλλα ζώα
2. ο εξασκημένος στο κυνήγι
νεοελλ.
1. επιθετικός ποδοσφαιριστής του οποίου ο κύριος ρόλος είναι η επιτυχία τέρματος
2. μτφ. αυτός που επιζητεί ή επιδιώκει κάτι με επιμονή, και ιδίως ερωτικές κατακτήσεις
3. φρ. α) «σώματα κυνηγών» — ελαφρώς εξοπλισμένες και ειδικά εξασκημένες στρατιωτικές μονάδες διαφόρων στρατών (γαλλικού, γερμανικού κ.ά.) ανάλογες με τα ελληνικά τάγματα ευζώνων
β) «κυνηγοί κεφαλών» — ιθαγενείς οι οποίοι αποκεφάλιζαν ανθρώπους και συνέλεγαν τα κεφάλια τους
μσν.
1. ως επίθ. κυνηγετικός
2. φρ. «κυνηγὸς τῆς ἁγίας ἐκκλησίας» — ευεργέτης της εκκλησίας
αρχ.
1. θηριομάχος
2. στον πληθ. οι Κυνηγοί
σύλλογος κυνηγών στον Αλίαρτο κατά την εποχή της αθηναϊκής ηγεμονίας, ο οποίος συνδεόταν με τη λατρεία της Αρτέμιδος, ανάλογος με τον σύλλογο τών Ευθήρων στην Πέργαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχηγός, στρατηγός. Το -η- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει].
Greek Monotonic
κῠνηγός: βλ. κυναγός.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγός: дор. κῠνᾱγός ὁ и ἡ охотник, зверолов (ἡ κ. Ἄρτεμις Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγός -οῦ, ὁ, ἡ, Dor. κυνᾱγός [κύων, ἄγω] Dor. acc. plur. κυναγώς, jager; jaagster.
Mantoulidis Etymological
ἀντί κυναγός. Ἀπό τό κύων + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
German (Pape)
Hunde führend, jagend; gew. subst., der Jäger; bei den Tragg. in dor. Form κυναγός; τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Soph. El. 553; Aesch. Ag. 678; Eur. Suppl. 888 und öfter; vgl. Phryn. 428; – Arist. H.A. 7.28; Plut. Luc. 8 und andere Spätere