κρεάγρα: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρε-άγρα, ἡ, [[κρέας]], [[ἀγρέω]]<br />a [[flesh]]-[[hook]], to [[take]] [[meat]] out of the pot, Ar. | |mdlsjtxt=κρε-άγρα, ἡ, [[κρέας]], [[ἀγρέω]]<br />a [[flesh]]-[[hook]], to [[take]] [[meat]] out of the pot, Ar. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Fleischzange]] od. -gabel, mit der man [[Fleisch]] aus dem Topfe nimmt</i>, Ar. <i>Eq</i>. 769, wo der Schol. zu vgl., und [[öfter]]; Anaxipp. Ath. IV.169b; [[εὐχάλκωτος]], [[εὔγναμπτος]], Leon.Tar. 14 (VI.365), und [[öfter]] in der <i>Anth</i>. – Übh. = <i>ein [[Haken]]</i>, Ar. <i>Eccl</i>. 1002. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, (κρέας, ἀγρέω) flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.Eq.772 (ubi v. Sch.), V.1155, Anaxipp.6.2, LXX 1 Ki.2.14, PLond. 2.191.10 (ii A. D.), etc.: generally, hook to seize or drag by, Ar.Ec. 1002.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
crochet ou fourchette pour tirer la viande du pot.
Étymologie: κρέας, ἀγρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεάγρα -ας, ἡ [κρέας, ἀγρέω] vleeshaak; haak, vork.
Russian (Dvoretsky)
κρεάγρα: ἡ
1) крюк для мяса (род суповой вилки) Arph., Anth.;
2) крюк (вообще) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κρεάγρα: ἡ, (κρέας, ἀγρέω) περόνη ἢ λαβὶς δι’ ἥς τὸ κρέας ἐλαμβάνετο ἐκ τῆς χύτρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 772 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Σφ. 1155, Ἀνάξιππ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· καθόλου ἄγκιστρον δι’ οὗ λαμβάνει τις καὶ σύρει τι, ἁρπάγη, Λατ. harpago, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1002.
Greek Monolingual
η (Α κρεάγρα)
περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο του κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾶν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.)
αρχ.
άγκιστρο, αρπάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστάγρα, ποδάγρα].
Greek Monotonic
κρεάγρα: ἡ (κρέας, ἀγρέω), λαβίδα για το κρέας ώστε να μπορεί κάποιος να το πιάνει μέσα από τη χύτρα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κρε-άγρα, ἡ, κρέας, ἀγρέω
a flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.
German (Pape)
ἡ, Fleischzange od. -gabel, mit der man Fleisch aus dem Topfe nimmt, Ar. Eq. 769, wo der Schol. zu vgl., und öfter; Anaxipp. Ath. IV.169b; εὐχάλκωτος, εὔγναμπτος, Leon.Tar. 14 (VI.365), und öfter in der Anth. – Übh. = ein Haken, Ar. Eccl. 1002.