κάλος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[κάλως]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[κάλως]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, ion. und ep. = [[κάλως]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.<br />κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως. | |elnltext=κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.<br />κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:33, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, v. κάλως.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ion. et épq. c. κάλως.
German (Pape)
ὁ, ion. und ep. = κάλως.
Russian (Dvoretsky)
κάλος: (ᾰ) ὁ эп.-ион. Hom. = κάλως.
Greek (Liddell-Scott)
κάλος: ὁ, σχοινίον, ἴδε ἐν λ. κάλως.
English (Autenrieth)
(Att. κάλως): pl., ropes, halyards; passing through a hole at the top of the mast, then made fast at the bottom, and serving to hoist and lower the yard. (See cut.)
Greek Monolingual
(I)
κάλος, ὁ (Α)
βλ. κάλως.
(II)
και κάλλος, ὁ
1. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση του δέρματος, συν. τών άκρων, τύλος
2. φρ. α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές σημείο
β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — είναι ανόητος, είναι παράλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. callo < λατ. callus ή callum].
Greek Monotonic
κάλος: ὁ, Επικ. και Ιων. αντί κάλως, σχοινί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.
κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.