νοθεία: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />bâtardise, naissance illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />bâtardise, naissance illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[νόθος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>uneheliche [[Geburt]], der [[Stand]] unehelicher [[Kinder]]</i>, Plut. <i>Them</i>. 1 und andere Spätere | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νοθεία]], ἡ,<br />[[birth]] out of [[wedlock]], Plut. [from [[νοθεύω]] | |mdlsjtxt=[[νοθεία]], ἡ,<br />[[birth]] out of [[wedlock]], Plut. [from [[νοθεύω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 30 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A birth out of wedlock or by a marriage with an inferior, Plu.Them.1, Aem.8, Comp.Ages.Pomp.1. II spuriousness, τινὲς νοθείαν τοῦ πρώτου βιβλίου κατεψηφίσαντο Olymp.in Mete.4.16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bâtardise, naissance illégitime.
Étymologie: νόθος.
German (Pape)
ἡ, uneheliche Geburt, der Stand unehelicher Kinder, Plut. Them. 1 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
νοθεία: ἡ незаконнорожденность, внебрачность Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νοθεία: ἡ, (νοθεύω) ἡ γέννησις οὐχὶ ἐκ νομίμου γάμου, τὸ μὴ γνήσιον, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Αἰμίλ. 8, Σύγκρ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. 1.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νοθεία) νοθεύω
1. αλλοίωση της γνησιότητας ενός πράγματος με ξένα συστατικά που προστίθενται σε αυτό («νοθεία κρασιού»)
2. παραποίηση της πραγματικότητας με αλλοίωση τών στοιχείων ή με προσθήκη ψεύτικων στοιχείων, πλαστότητα («εκλογική νοθεία»)
αρχ.
η γέννηση από μη νόμιμο γάμο ή από γάμο με ταπεινούς γονείς («μὴ γνήσιον ἔχων ὁ οἶκος διάδοχον ἀποκαλύψῃ τὴν ἐκείνου νοθείαν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
νοθεία: ἡ, γέννηση εκτός νόμιμου γάμου, σε Πλούτ.