διάστατος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάστᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[протяженный]]: [[τριχῆ]] δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;<br /><b class="num">2)</b> [[охваченный раздором]] (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).
|elrutext='''διάστᾰτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[протяженный]]: [[τριχῆ]] δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;<br /><b class="num">2</b> [[охваченный раздором]] (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:09, 25 November 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
distendu ; étendu dans l'espace.
Étymologie: διΐστημι.

Russian (Dvoretsky)

διάστᾰτος:
1 протяженный: τριχῆ δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;
2 охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).

Greek (Liddell-Scott)

διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.

Greek Monolingual

διάστατος, -ον (Α)
φρ. «πόλιν διάστατον» — πόλη της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια.

German (Pape)

voneinander stehend, getrennt, Plut.; dah. veruneinigt, verwirrt; τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Menand. bei Harp.