κυνοπρόσωπος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop. | |elnltext=κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] [[met een hondenkop]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοπρόσωπος: с собачьей мордой Luc., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.
Spanish
Greek Monolingual
κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.
Greek Monotonic
κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.
Middle Liddell
κῠνο-πρόσωπος, ον πρόσωπον
dog-faced, Luc.
Léxico de magia
-ον de rostro de perro de Anubis ἐξορκίζω ὑμᾶς, νεκυδαίμονας, <κατὰ> ... τοῦ θεοῦ κυνοπροσώπου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ θεῶν os conjuro a vosotros, démones de muertos, por el dios de rostro de perro y por los dioses que están con él P XII 493
German (Pape)
mit einem Hundsangesicht; Luc. D.Mar. 7.2, Iup. Trag. 9; ἄνθρωποι, sonst κυνοκέφαλοι, Ael. H.A. 10.25.