θυροκοπέω: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> frapper à la porte pour entrer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> frapper à petits coups.<br />'''Étymologie:''' [[θυροκόπος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[frapper à la porte pour entrer]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> frapper à petits coups.<br />'''Étymologie:''' [[θυροκόπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:47, 28 November 2022
English (LSJ)
A knock at the door, break it open, esp. as a drunken feat, ἀπὸ γὰρ οἴνου γίγνεται καὶ θυροκοπῆσαι κτλ. Ar.V.1254; θυροκοπῶν ὦφλεν δἰκην Antiph.239, cf. Chor.inHermes17.232. 2 metaph., knock as at a door, θ. τῇ χειρὶ τὴν πλευράν [τινος] Plu.2.503a; ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θ. Alciphr.3.70.
German (Pape)
[Seite 1227] an die Thür klopfen, um eingelassen zu werden, Ar. Vesp. 1254; bes. an die Thür der Geliebten klopfen, ἐπικωμάζειν erkl. B. A. 42, 31; Antiphan. bei Stob. floril. 116, 26; Sp. auch τὴν πλευρὰν τῇ χειρί, Plut. de garrul. 2, u. ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα ἐθυροκόπει, Alciphr. 3, 70.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 frapper à la porte pour entrer;
2 p. ext. frapper à petits coups.
Étymologie: θυροκόπος.
Russian (Dvoretsky)
θῠροκοπέω:
1 стучаться в дверь (θυροκοπῆσαι καὶ πατάξαι Arph.);
2 стучать, постукивать (τῇ χειρὶ τὴν πλευράν τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠροκοπέω: κτυπῶ τὴν θύραν, ἀνοίγω αὐτὴν βιαίως, ἰδίως ἐπὶ μεθύσου, ἀπὸ γὰρ οἴνου γίγνεται καὶ θυροκοπῆσαι Ἀριστοφ. Σφηξ. 1254· θυροκοπῶν ὦφλεν δίκην Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 71. 2) κτυπῶ οὕτως ὡς εἰ ἔκρουον θύραν. θ. τὴν πλευράν τινος Πλούτ. 2. 503Α· ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυρ. Ἀλκίφρ. 3. 70.
Greek Monotonic
θῠροκοπέω: μέλ. -ήσω, χτυπώ την πόρτα για να ανοίξει, κρούω τη θύρα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
θῠροκοπέω, fut. -ήσω
to knock at the door, break it open, Ar. [from θῠροκόπος]