συντεκταίνομαι: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συντεκταίνομαι [σύν, τεκταίνω] samen bouwen; overdr. samen verzinnen. | |elnltext=συντεκταίνομαι [[[σύν]], [[τεκταίνω]]] samen bouwen; overdr. samen verzinnen. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b. 2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντεκταίνομαι [σύν, τεκταίνω] samen bouwen; overdr. samen verzinnen.
Russian (Dvoretsky)
συντεκταίνομαι:
1 строить, образовывать, созидать (τὸ πᾶν Plut.);
2 вместе устраивать, сообща придумывать (μῆτίν τινι Hom. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.
Greek Monolingual
Α
1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾶν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.)
2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»].
German (Pape)
mit, zugleich zimmern, bauen, machen; ὄμματα, Plat. Tim. 45b, vgl. 30b und S.Emp. adv.phys. 1.106; δόλον, Ap.Rh. 1.1295; Qu.Sm. 5.132.