ἀκατάπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fin ; [[ἀκατάπαυστος]] [[ἀρχή]] pouvoir à vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταπαύω]].
|btext=ος, ον :<br />sans fin ; [[ἀκατάπαυστος]] [[ἀρχή]] pouvoir à vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταπαύω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ohne Ende, [[immerwährend]]</i>, [[ἀρχή]] Plut. <i>Arat</i>. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. <i>Caes</i>. 57; στάσεις, <i>nicht beizulegen</i>, Pol. 4.17.4; Diod. 11.67; ἁμαρτίας, <i>[[fortwährend]]</i> [[sündigend]], [[NT]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 39: Line 42:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢kat£paustoj 阿-卡他-袍士拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-向下-站<br />'''字義溯源''':無約束的,不止息的,不止住;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[καταπαύω]])=歇息)組成;其中 ([[καταπαύω]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[παύω]])*=止住)組成<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不止息的(1) 彼後2:14
|sngr='''原文音譯''':¢kat£paustoj 阿-卡他-袍士拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-向下-站<br />'''字義溯源''':無約束的,不止息的,不止住;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[καταπαύω]])=歇息)組成;其中 ([[καταπαύω]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[παύω]])*=止住)組成<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不止息的(1) 彼後2:14
}}
{{pape
|ptext=<i>ohne Ende, [[immerwährend]]</i>, [[ἀρχή]] Plut. <i>Arat</i>. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. <i>Caes</i>. 57; στάσεις, <i>nicht beizulegen</i>, Pol. 4.17.4; Diod. 11.67; ἁμαρτίας, <i>[[fortwährend]]</i> [[sündigend]], [[NT]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάπαυστος Medium diacritics: ἀκατάπαυστος Low diacritics: ακατάπαυστος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápaustos Transliteration B: akatapaustos Transliteration C: akatapafstos Beta Code: a)kata/paustos

English (LSJ)

ον, A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. -τως Sch.A.R.1.1001. II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incesante ἀκατάπαυστοι στάσεις continuas disensiones Plb.4.17.4, συμφορά Plu.2.114e, ἔρως μανικὸς καὶ ἀ. Suppl.Mag.41.12
neutr. adv. incesantemente, sin parar Thdr.Samothr.1, Sch.A.R.4.923, PMag.4.2365, c. gen. ὀφθαλμοὶ ... ἀκατάπαυστοι ἁμαρτίας ojos que no cesan de pecar 2Ep.Petr.2.14
eterno, inextinguible πῦρ Clem.Al.Paed.3.11.83.
2 fig. que no puede ser parado, irresistible ὁρμή D.S.11.67.
II adv. -ως incesantemente, sin fin Chrysipp.Log.12.27, Corn.ND 15, Ar.Did.37
eternamente Cyr.Al.M.77.1136A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fin ; ἀκατάπαυστος ἀρχή pouvoir à vie.
Étymologie: , καταπαύω.

German (Pape)

ohne Ende, immerwährend, ἀρχή Plut. Arat. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. Caes. 57; στάσεις, nicht beizulegen, Pol. 4.17.4; Diod. 11.67; ἁμαρτίας, fortwährend sündigend, NT.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάπαυστος:
1 непрерывный, нескончаемый, неунимающийся (στάσεις Polyb.; ὁρμή Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);
2 постоянный, пожизненный (ἀρχή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.

English (Abbott-Smith)

ἀκατάπαυστος, -ον (< καταπαύω),
that cannot cease, not to be restrained: c. gen. rei, II Pe 2:14, T, Tr. txt. †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of καταπαύω; unrefraining: that cannot cease.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάπαυστος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, -η, -ο) καταπαύω
ο ασταμάτητος, ο συνεχής
«ακατάπαυστοι πόνοι»
αρχ.
«ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4)
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι
«ὀφθαλμοὺς ἔχοντας μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἀμαρτίας» (ΚΔ Επιστ. Πέτρου 2, 2, 14)
2. ο ακατάσχετος, ο αχαλίνωτος.

Greek Monotonic

ἀκατάπαυστος: -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει κάτι, να παύσει την εκτέλεση ενός πράγματος, τινός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[καταπαύομαι]
that cannot cease from τινός NTest.

Chinese

原文音譯:¢kat£paustoj 阿-卡他-袍士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-站
字義溯源:無約束的,不止息的,不止住;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καταπαύω)=歇息)組成;其中 (καταπαύω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(παύω)*=止住)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 不止息的(1) 彼後2:14