εἰσποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσποιέω]];<br /><b>1</b> [[admettre parmi]], [[introduire]];<br /><b>2</b> <i>particul.</i> introduire par adoption : εἰσποιεῖν [[Ἄμμων]] ἑαυτόν PLUT se faire passer pour fils d'Ammon.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ποιέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσποιέω]];<br /><b>1</b> [[admettre parmi]], [[introduire]];<br /><b>2</b> <i>particul.</i> introduire par adoption : εἰσποιεῖν [[Ἄμμων]] ἑαυτόν PLUT se faire passer pour fils d'Ammon.<br />'''Étymologie:''' εἰς, [[ποιέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:06, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσποιέω Medium diacritics: εἰσποιέω Low diacritics: εισποιέω Capitals: ΕΙΣΠΟΙΕΩ
Transliteration A: eispoiéō Transliteration B: eispoieō Transliteration C: eispoieo Beta Code: ei)spoie/w

English (LSJ)

A give in adoption, ὑόν τινι Pl.Lg.878a; τὸν παῖδα εἰς τὸν οῖκόν τινος D.43.15; τοὺς σφετέρους παῖδας εἰς ἑτέρους οἴκους εἰσποιοῦσιν Is.10.17 (but the same phrase is used of a father who begets, Id.6.22); εἰ. τινὰ εἰς τὰ χρήματά τινος make him heir to the property, Id.10.12, cf. 16,17, etc.; εἰ. σαυτὸν Ἄμμωνι, of Alexander, Plu. Alex. 50: metaph., (ἡπαντάρβη) πᾶν τὸ ἐγγὺς ἐσποιεῖ αὑτῇ attracts, Philostr. VA3.46:—Med., adopt as one's son, D.44.34, Ph.2.86, D.C.44.5:— Pass., εἰσποιηθῆναι πρός τινα to be adopted into his family, D.44.27; ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος ib.36. 2 generally, εἰ. τινὰς εἰς λῃτουργίαν bring new persons into the public service, Id.20.19,20; τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὑτόν forced himself in as partaker, Din.1.32; εἰ. ἐγκώμιον εἰς τὴν ἱστορίαν introduce panegyric into history, Luc. Hist.Conscr. 9; εἰ. ἑαυτὸν εἰς δύναμίν τινος thrust himself into another's authority, Plu.Pomp.16; εἰ. Ἡσιόδῳ Θεογονίαν father it on him, Paus.9.27.2. 3 τὸ τάχος [τὴν τίγριν] ἐς. τοῖς ἀνέμοις adopts into the family of winds, i.e. makes it as swift as the winds, Philostr. VA 3.48. II Med., interuene, meddle in an affair, CPHerm.6.10 (iii A.D.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- IG 4.658 (Argos), Paus.9.27.2, Philostr.VA 3.46, D.C.44.5.3
I 1jur. dar en adopción, entregar en adopción un hijo, c. ac. y dat. ἕνα τῷ ... πατρὶ ... ὑόν ... εἰσποιοῦντες Pl.Lg.878a, οὔτε ἂν εἰσεποίουν ... ὑὸν Ἀριστάρχῳ ni habrían dado en adopción un hijo a Aristarco Is.10.16, cf. 12, c. ac. y εἰς c. ac. τοὺς σφετέρους αὑτῶν παῖδας εἰς ἑτέρους οἴκους Is.10.17, cf. D.43.15, en v. pas. ἀνάξιος ἦν υἱὸς εἰσποιηθῆναι Θρασυλόχῳ Isoc.19.36, cf. Is.9.34, τῷ Ἀρχιάδῃ, πρὸς ὃν εἰσεποιήθης D.44.27, cf. D.C.46.47.4, ἐπὶ τὸ ὄνομα ... τὸ τοῦ Ἀρχιάδου εἰσποιηθῆναι ser adoptado a nombre de Arquíades D.44.36
c. pron. refl. hacerse adoptar τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων εἰσποιεῖτε φέροντες αὑτούς os hacéis adoptar por ancianos sin hijos Luc.DMort.16.3.
2 asignar, atribuir cargos, servicios públicos, honores, c. ac. de pers. (frec. el pron. refl.) y εἰς c. ac. εἰς τὰς ... λῃτουργίας εἰσποιεῖ πολλούς (la ley) asigna numerosos (coregos) para las prestaciones de servicios públicos D.20.20, cf. 19, ἐς τὰς θείας τιμὰς σφᾶς εἰσποιοῦσιν ἢ πρὸς ἄλλων εἰσποιούμενοι ἀνέχονται se atribuyen a sí mismos honores divinos o consienten que otros se los atribuyan Arr.An.4.11.5, cf. Plu.Pomp.16, tb. c. dat. Ἄμμωνι εἰσποιεῖν σαυτóν pretenderse (hijo) de Amón Plu.Alex.50, cf. Hld.9.24.6, 10.13.5, ἐχθροὺς ἑαυτῷ ἐσποιεῖν crearse enemigos D.C.38.12.6
atribuir, asignar c. ac. de una obra literaria o artística τὰ δὲ ἔπη τὰ Ναυπάκτια ἀνδρὶ ἐσποιοῦσιν οἱ πολλοὶ Μιλησίῳ Paus.10.38.11, cf. 9.27.2, εἰσποιοῦσι καὶ τὸ ἐγκώμιον ἐς αὐτὴν (τὴν ἱστορίαν) ὡς τερπνόν Luc.Hist.Cons.9, cf. Synes.Ep.1.
3 c. ac. del pron. refl. hacerse admitir, ofrecerse c. pred. τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὑτόν se hacía admitir como partícipe de la empresa Din.1.32, c. dat. de finalidad εἰσποιεῖν ἑαυτοὺς τῇ ὑπηρεσίᾳ Basil.Ep.54.
4 c. suj. de abstr. emparentar, equiparar, asimilar c. dat. τὸ τάχος αὐτὴν (τὴν τίγριν) ἐσποιεῖ τοῖς ἀνέμοις su velocidad emparenta al tigre con los vientos Philostr.VA 3.49
atraer (ἡ παντάρβη) πᾶν γὰρ τὸ ἐγγὺς ἐσποιεῖ αὑτῇ Philostr.VA 3.46.
II en v. med.
1 jur. adoptar un hijo ἂν μὲν Καῖσαρ εἰσποιήσηταί σε Arr.Epict.1.3.2, cf. I.AI 20.150, Ἅβραμος δὲ Λῶτον ... εἰσεποιήσατο γνησίου παιδὸς ἀπορῶν I.AI 1.154, cf. D.C.60.33.22, τὸν δὲ δὴ υἱόν, ἄν τινα γεννήσῃ ἢ καὶ ἐσποιήσηται D.C.44.5.3, οἱ εἰσποιούμενοι los padres adoptivos D.44.35, οἱ εἰσποιησάμενοι D.44.51, Ph.2.86
fig. de Dios ἡμᾶς εἰσπεποίηται Clem.Al.Prot.12.123, cf. Ex.Thdot.67.
2 recibir, acoger en casa εἰσποιεῖσθαι ... εἰς αὖθις τὴν γεγενημένην ἀπόπεμπτον Cyr.Al.M.68.584C.
3 inmiscuirse, mezclarse en un asunto CPHerm.6.10 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 745] hineinthun, einführen; χορηγοὺς εἰς τὰς λειτουργίας Dem. 20, 19; ἑαυτόν, sich ein-, aufdrängen, κοινωνόν, zum Theilnehmer, Din. 1, 32; εἰς τὴν δύναμιν Plut. Pomp. 16; vgl. Luc. Abdic. 16. An Kindes Statt annehmen u. in die Familie einführen, υἱόν Plat. Legg. IX, 878 a; Dem. 44, 24; εἰς τὸν οἶκον 43, 15; πρὸς ὃν εἰσεποιήθης 44, 27; ἐπὶ τὸ ὄνομα εἰσποιηθῆναι 36; Ἄμμωνι ἑαυτόν, sich für einen Sohn des Ammon erklären, Plut. Alex. 50. Auch med., Is. 2, 10 u. öfter, auch Sp.; D. Cass. 44, 5, der auch ἐχθροὺς ἑαυτῷ εἰσπ. sagt, 38, 12. – Εἰσποιητός, an Kindes Statt angenommen, adoptirt, Is. 3, 46 Dem. 44, 24 u. öfter; B. A. 247 erkl. θετός.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
anc. att. ἐσποιέω;
1 admettre parmi, introduire;
2 particul. introduire par adoption : εἰσποιεῖν Ἄμμων ἑαυτόν PLUT se faire passer pour fils d'Ammon.
Étymologie: εἰς, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσποιέω: староатт. ἐσποιέω
1 вводить, включать (χορηγοὺς εἰς τὰς λειτουργίας и τινα εἰς τὸν οἶκον Dem.; τὸ ἐγκώμιον εἰς τὴν ἱστορίαν Luc.): εἰ. ἑαυτὸν τῇ Ἀκαδημίᾳ Plut. выдавать себя за последователя Академии; εἰσποιῆσαι ἑαυτὸν εἰς τὴν δύναμίν τινος Plut. унаследовать чью-л. власть;
2 тж. med. (тж. υἱὸν εἰ. Plat., Dem.) усыновлять: ἑαυτὸν εἰ. τινι Plut. объявить себя чьим-л. сыном; εἰσποιηθῆναι πρός τινα Dem. быть усыновленным кем-л.; εἰσποιηθῆναι ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος Dem. принять (в порядке усыновления) чье-л. имя; εἰ. τινα εἰς οὐσίαν или εἰς τὰ χρήματα ἑαυτοῦ Isae. сделать кого-л. наследником своего состояния; εἰσποιητός Isae., Dem. усыновленный, приемный сын.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσποιέω: μέλλ. -ήσω, δίδω εἰς υἱοθεσίαν, Λατ. dare adoptivum alicui, εἰσποιεῖν, υἱόν τινι Πλάτ. Νόμ. 878Α· εἰσπ. τὸν παῖδα εἰς τὸν οἶκόν τινος Δημ. 1054. 20· τοὺς σφετέρους παῖδας εἰς ἑτέρους οἴκους εἰσποιοῦσιν Ἰσαῖος 81. 25· (ἀλλὰ ἡ αὐτὴ φράσις κεῖται καὶ ἐπὶ πατρὸς κτωμένου τέκνον, ὁ αὐτ. 58. 53)· προσέτι, εἰσπ. τινα εἰς τὰ χρήματά τινος, καθιστᾶν αὐτὸν κληρονόμον, ὁ αὐτ. 81. 2· εἰς τοῦτον τὸν κλῆρον αὐτόθι 24· εἰς οὐσίαν αὐτόθι 27, κτλ.· εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι, διακηρύσσειν ἑαυτὸν υἱὸν τοῦ Ἄμμωνος, Πλουτ. Ἀλέξ. 50: - Μέσ. υἱοθετῶ, Λατ. adoptivum facere, Δημ. 1091. 3, κτλ.: - Παθ., εἰσποιηθῆναι πρός τινα, υἱοθετηθῆναι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. 1088. 28· ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος ὁ αὐτ. 1091. 14. - Πρβλ. ἐκποιέω. 2) καθόλου, εἰσπ. τινας εἰς λειτουργίαν, εἰσάγω νέους χορηγοὺς εἰς δημοσίαν λειτουργίαν, ὁ αὐτ. 462. 20, 28· τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνόν αὑτόν, εἰσεβιάζετο ἑαυτὸν ὡς συμμέτοχον, Δείναρχ. 94. 23· - ὡσαύτως, εἰσπ. ἐγκώμιον εἰς τὴν ἱστορίαν, εἰσάγειν ἐγκώμιον εἰς τὴν ἱστορίαν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9· εἰσποιῶν ἑαυτὸν εἰς τὴν ἐκείνου (τοῦ Σύλλα) δύναμιν, εἰσορμήσας, εἰσπηδήσας εἰς τὴν ἐκείνου δύναμιν, ὡς τελευτήσαντος, Πλούτ. Πομπ. 16· ἢ τὸν Ἡσιόδῳ Θεογονίαν ἐσποιήσαντα, ἢ τὸν ἀποδόντα τὴν Θεογονίαν εἰς τὸν Ἡσίοδον, Παυσ. 9. 27, 2.

Greek Monotonic

εἰσποιέω: μέλ. -ήσω·
1. δίνω προς υιοθεσία, εἰσποιεῖν υἱόν τινι, σε Πλάτ.· εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι, αποκαλεί τον εαυτό του γιο του Άμμωνα, σε Πλούτ. — Μέσ., υιοθετώ, σε Δημ.
2. γενικά, εἰσπ. τινὰς εἰς λειτουργίαν, εἰσάγω νέους χορηγούς σε δημόσια λειτουργία, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to give in adoption, εἰσποιεῖν υἱόν τινι Plat.; εἰσπ. ἑαυτὸν Ἀμμῶνι to make himself son to Ammon, Plut.:—Mid. to adopt as one's son, Dem.
2. generally, εἰσπ. τινας εἰς λειτουργίαν to introduce new persons into the public service, Dem.