τήβεννος: Difference between revisions
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[manteau grec]];<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> toge.<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[manteau grec]];<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> [[toge]].<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1104.png Seite 1104]] [[τήβεννα]], ἡ, auch [[τηβεννίς]], ἡ, u. [[τήβεννος]], ἡ, Plut. Rom. 26, wie D. Hal. 3, 61, eine griechische Kleidung der Reichen u. Vornehmen (ursprünglich in Argos, Poll. 7, 61), auch τήμενος und [[τημενίς]] geschrieben, vgl. Artemid. 2, 3; später werden damit die röm. toga, trabea (vgl. D. Hal. 6, 13) u. chlamys bezeichnet; Pol. oft, λαμπρά, toga candida, 10, 4, 8. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τήβεννα]] Α<br />χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό [[ένδυμα]] τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, [[αλλά]] σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το [[επίσημο]] [[ένδυμα]] του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῦσι», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[ένδυμα]], μαύρου [[συνήθως]] χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα [[μανίκια]] και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, [[μέλη]] της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>toga</i>]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τήβεννα]] Α<br />χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό [[ένδυμα]] τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, [[αλλά]] σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το [[επίσημο]] [[ένδυμα]] του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῦσι», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[ένδυμα]], μαύρου [[συνήθως]] χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα [[μανίκια]] και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, [[μέλη]] της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>[[toga]]</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:56, 7 May 2023
English (LSJ)
ἡ, = τήβεννα.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 manteau grec;
2 à Rome toge.
Étymologie: DELG terme étrusque.
German (Pape)
[Seite 1104] τήβεννα, ἡ, auch τηβεννίς, ἡ, u. τήβεννος, ἡ, Plut. Rom. 26, wie D. Hal. 3, 61, eine griechische Kleidung der Reichen u. Vornehmen (ursprünglich in Argos, Poll. 7, 61), auch τήμενος und τημενίς geschrieben, vgl. Artemid. 2, 3; später werden damit die röm. toga, trabea (vgl. D. Hal. 6, 13) u. chlamys bezeichnet; Pol. oft, λαμπρά, toga candida, 10, 4, 8.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τήβεννα Α
χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό ένδυμα τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, αλλά σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το επίσημο ένδυμα του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῦσι», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μακρύ ένδυμα, μαύρου συνήθως χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα μανίκια και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, μέλη της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. toga].
Russian (Dvoretsky)
τήβεννος: ἡ Plut. = τήβεννα 2.
German (Pape)
ἡ, = τήβεννα, Sp.