ἀπολαύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολαύω:''' μέλ. <i>ἀπολαύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έλαυσα</i>, παρακ. <i>-λέλαυκα</i>. (Το απλό <i>λαύω</i> δεν απαντά, [[αλλά]] πιθ. υπήρξε [[λάω]] ή <i>λάϜω</i>, [[απολαμβάνω]], τέρπομαι)·<br /><b class="num">1.</b> έχω την [[απόλαυση]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]] την [[ωφέλεια]] απ' αυτό, [[απολαμβάνω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με την [[προσθήκη]] αιτ., <i>ἀπολαύειν τί τινος</i>, [[απολαμβάνω]] το όφελος που πηγάζει από [[κάτι]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ειρωνικά, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]], [[τῶν]] Οἰδίπου κακῶν, σε Ευρ.· απόλ., έχω όφελος, [[βγαίνω]] ωφελημένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπολαύω:''' μέλ. <i>ἀπολαύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έλαυσα</i>, παρακ. <i>-λέλαυκα</i>. (Το απλό <i>λαύω</i> δεν απαντά, [[αλλά]] πιθ. υπήρξε [[λάω]] ή <i>λάϜω</i>, [[απολαμβάνω]], [[τέρπομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> έχω την [[απόλαυση]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]] την [[ωφέλεια]] απ' αυτό, [[απολαμβάνω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με την [[προσθήκη]] αιτ., <i>ἀπολαύειν τί τινος</i>, [[απολαμβάνω]] το όφελος που πηγάζει από [[κάτι]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ειρωνικά, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]], [[τῶν]] Οἰδίπου κακῶν, σε Ευρ.· απόλ., έχω όφελος, [[βγαίνω]] ωφελημένος, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{etym
{{etym