πικρόγλωσσος: Difference between revisions
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πικρόγλωσσος -ον [πικρός, γλῶττα] [[met bitterheid uitgesproken]]. | |elnltext=πικρόγλωσσος -ον [[[πικρός]], [[γλῶττα]]] [[met bitterheid uitgesproken]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, of sharp or bitter tongue, ἀραί A. Th.787 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 614] von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au langage amer.
Étymologie: πικρός, γλῶσσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρόγλωσσος -ον [πικρός, γλῶττα] met bitterheid uitgesproken.
Russian (Dvoretsky)
πικρόγλωσσος: полный горьких слов, горький (ἀραί Aesch.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πικρόγλωσσος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη
αρχ.
εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].
Greek Monotonic
πικρόγλωσσος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή γλώσσα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόγλωσσος: -ον, ὁ μετὰ πικρίας προφερόμενος, ἀραὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 787.